-
1 передавать
передаватьнесов1. μεταδίδω, δίνω:\передавать из рук в руки δίνω ἀπό χέρι σέχέρι·2. (сообщать) μεταδίδω, διαβιβάζω:\передавать по радио μεταδίδω ἀπό τό ραδιόφωνο· \передавать по телефону μεταδίδω τηλεφωνικώς· \передавать поручение μεταβιβάζω ἐντολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετίσματα· \передавать благодарность ἐκφράζω εὐγνωμοσύνη·3. (воспроизводить) ἀναπαράγω:\передавать мысль автора μεταδίδω τήν σκέψη τοῦ συγγραφέα·4. μεταδίδω (инфекцию, болезнь)/ μεταβιβάζω (черту, свойство)·5. (давать больше, чем надо) πληρώνω παραπάνω, пи-ραπληρώνω· ◊ \передавать дело в суд παραπέμκβ τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο. -
2 недоговорённость
-и θ.η μη συμφωνία ασυμφωνία ασυνενοησία, ετεροφροσΰνη•недоговорённость автора с издательством ασυμφωνία συγγραφέα και εκδοτικού οίκου.
|| αποσιώπηση. -
3 передать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταδίνω•передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•
передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.
|| εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.
μεταβιβάζω, μεταφέρω•передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.
|| στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).
2. ανακοινώνω•передать известие μεταδίνω την είδηση.
|| διαβιβάζω•-айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.
|| εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.
3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•
передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.
|| διαδίνω•передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.
4. παραδίνω•передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.
5. πληρώνω παραπάνω•передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.
|| παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;
2. παραδίνομαι•неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.
-
4 подойти
-йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•-дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•
-шёл поезд πλησίασε το τρένο•
подойти опять ξαναπλησιάζω.
2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•
катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•
подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•
моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).
3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•
критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•
всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.
4. ταιριαζω, πηγαίνω•этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•
цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.
5. φουσκώνω•тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.
6. χωρώ•корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.
|| συμφέρω•такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.
|| εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.
εκφρ.подойти к концу – φτάνω στο τέλος. -
5 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα.
См. также в других словарях:
Автора! Автора! — Author! Author! Жанр … Википедия
АВТОРА! АВТОРА — АВТОРА! АВТОРА! (Author! Author!) США, 1982, 110 мин. Комедия, приключенческий фильм. Драматург Айвен Травалян уже предвкушает успех своей пьесы на Бродвее, но в этот момент от него уходит жена, оставив пятерых детей, причем четверо из них от… … Энциклопедия кино
Автора принадлежность — сведения о принадлежности автора к организации, отрасли, стране или связи с ними, помогающие более точно идентифицировать его. В частности, в аннотации переводных книг желательно указывать принадлежность автора к нац. лит., т. к., напр., автор… … Издательский словарь-справочник
АВТОРА МОРАЛЬНЫЕ ПРАВА — МОРАЛЬНЫЕ ПРАВА АВТОРА … Юридическая энциклопедия
автора образ — один из способов реализации авторской позиции в эпическом или лироэпическом произведении; персонифицированный повествователь, наделённый рядом индивидуальных признаков, но не тождественный личности писателя. Автор повествователь всегда занимает в … Литературная энциклопедия
АВТОРА ОБРАЗ — АВТОРА ОБРАЗ. Автор (от лат. auctor виновник, основатель, сочинитель) как филологическая категория создатель литературного произведения, налагающий свой персональный отпечаток на его художественный мир. Присутствие автора (А.) дает… … Литературный энциклопедический словарь
АВТОРА МОРАЛЬНЫЕ ПРАВА — (см. МОРАЛЬНЫЕ ПРАВА АВТОРА) … Энциклопедический словарь экономики и права
Автора!Автора! — … Википедия
Автора! Автора! (фильм) — … Википедия
Автора!Автора! (фильм) — … Википедия
Энциклопедия мифов. Подлинная история Макса Фрая, автора и персонажа. — Эта статья должна быть полностью переписана. На странице обсуждения могут быть пояснения … Википедия