-
1 sene
χρόνος, έτος, χρονιά -
2 yıl
χρόνος, έτος, χρονιά -
3 zaman
χρόνος, καιρός, εποχή, περίοδος, ώρα -
4 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
5 год
годм1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα. -
6 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
7 период
1. (периодических явлений) η περίοδος- απραξίας- повышенногоспроса - μεγάλης/υψηλής ζήτησηςэксплуатационный - της εκμετάλλευσης/δουλειάς2. (перенос значения на цикл явлений, повторяющихся периодически) о κύκλος επανάληψης 3 (мат, грам.) η περίοδος 4. (ист.) η εποχήордовикский - см. система ордовикская палеогеновый - см. система палеогеновая силурийский - (силур) η σιλούρια διάπλασηтриасовый - см. триас5. (биол) о χρόνος, η περίοδοςинкубационный - επώασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > период
-
8 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
9 такт
1. (часть цикла, шаг, этап) о ρυθμός, το βήμα 2. (временной интервал, задаваемый хронирующим устройством или сигналами) о χρόνος 3. (ход поршня) (две) о χρόνος, η διαδρομή 4. (муз., лингв., литер.) о χρόνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > такт
-
10 time
1. noun1) (the hour of the day: What time is it?; Can your child tell the time yet?) ώρα2) (the passage of days, years, events etc: time and space; Time will tell.) χρόνος3) (a point at which, or period during which, something happens: at the time of his wedding; breakfast-time.) καιρός, ώρα4) (the quantity of minutes, hours, days etc, eg spent in, or available for, a particular activity etc: This won't take much time to do; I enjoyed the time I spent in Paris; At the end of the exam, the supervisor called `Your time is up!') (διαθέσιμος) χρόνος5) (a suitable moment or period: Now is the time to ask him.) κατάλληλη στιγμή / περίσταση6) (one of a number occasions: He's been to France four times.) φορά7) (a period characterized by a particular quality in a person's life, experience etc: He went through an unhappy time when she died; We had some good times together.) περίοδος, στιγμή8) (the speed at which a piece of music should be played; tempo: in slow time.) χρόνος, ρυθμός2. verb1) (to measure the time taken by (a happening, event etc) or by (a person, in doing something): He timed the journey.) χρονομετρώ2) (to choose a particular time for: You timed your arrival beautifully!) επιλέγω το χρόνο, διαλέγω την ώρα μου (για)•- timeless- timelessly
- timelessness
- timely
- timeliness
- timer
- times
- timing
- time bomb
- time-consuming
- time limit
- time off
- time out
- timetable
- all in good time
- all the time
- at times
- be behind time
- for the time being
- from time to time
- in good time
- in time
- no time at all
- no time
- one
- two at a time
- on time
- save
- waste time
- take one's time
- time and time again
- time and again -
11 год
-а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.1. χρόνος, χρονιά, έτος•новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•
астрономический год αστρικό έτος•
текущий год το τρέχον έτος•
солнечный -ηλιακό έτος•
хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•
учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•
урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•
круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•
из -а в год από χρόνο σε χρόνο•
в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•
в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•
который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•
ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•
через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•
с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•
без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•
год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•
на год σ’ ένα χρόνο•
за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•
с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.
2. πλθ. -ы δεκαετία•шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•
люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.
3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•
-ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•
старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.
εκφρ.он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί). -
12 Eternity
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eternity
-
13 високосный
-
14 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
15 год
год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!* * *мτο έτος, η χρονιά, ο χρόνοςуче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)
че́рез год — μετά ένα χρόνο
в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)
год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι
в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος
из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο
••Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά
с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
-
16 свободный
свободный 1) в рази. знач. ελεύθερος, λεύτερος; \свободный доступ η ελεύθερη είσοδος; \свободныйое время о ελεύθερος χρόνος, η σχόλη; вход \свободный η ελεύθερη είσοδος 2) (не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος* * *1) в разн. знач. ελεύθερος, λεύτεροςсвобо́дный до́ступ — η ελεύθερη είσοδος
свобо́дное вре́мя — ο ελεύθερος χρόνος, η σχόλη
вход свобо́дный — η ελεύθερη είσοδος
2) ( не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος -
17 такт
I такт I м (деликатность) η λεπτότητα, το τακτ II такт II м (ритм) о ρυθμός, о χρόνος; в \такт με ρυθμό* * *I м( деликатность) η λεπτότητα, το τακτII м( ритм) ο ρυθμός, ο χρόνος -
18 past
1. adjective1) (just finished: the past year.) προηγούμενος2) (over, finished or ended, of an earlier time than the present: The time for discussion is past.) περασμένος3) ((of the tense of a verb) indicating action in the past: In `He did it', the verb is in the past tense.) ιστορικός(χρόνος)2. preposition1) (up to and beyond; by: He ran past me.) μπροστά από2) (after: It's past six o'clock.) μετά3. adverb(up to and beyond (a particular place, person etc): The soldiers marched past.) από μπροστά4. noun1) (a person's earlier life or career, especially if secret or not respectable: He never spoke about his past.) παρελθόν2) (the past tense: a verb in the past.) ιστορικός χρόνος•- the past -
19 битый
-
20 будущий
См. также в других словарях:
χρόνος — time masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… … Dictionary of Greek
Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… … Dictionary of Greek
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek
χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хрон — (Χρόνος) абсолютное время в орфической космогонии: одно из мировых начал, упоминаемое древнейшим греческим теологом Ферекидом Сирским (около 600 г. до Р. Хр.), наряду с Зевсом (принцип жизни) и Хтонией (земное начало). Из семени X., по Ферекиду,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χρόνε — χρόνος time masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)