-
1 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
-
2 кератит
-а α.κερατίτιδα ή κερατοειδίτιδα (νόσος του κερατοειδούς χιτώνα). -
3 хитиновый
επ.του χιτώνα, του περιβλήματος.
См. также в других словарях:
χιτῶνα — χιτών garment worn next the skin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χιτώνας — Χιτώνᾱς , Χιτώνη fem acc pl Χιτώνᾱς , Χιτώνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — χιτώνᾱς , χιτώνη fem acc pl χιτώνᾱς , χιτώνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτῶν' — χιτῶνα , χιτών garment worn next the skin masc acc sg χιτῶνι , χιτών garment worn next the skin masc dat sg χιτῶνε , χιτών garment worn next the skin masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
αμφιμάσχαλος — Αρχαίο ένδυμα των Αθηναίων. Ήταν είδος χιτώνα, κλειστός και από τις δύο πλευρές, που κάλυπτε τους ώμους και το πάνω μέρος των χεριών. Αργότερα κάλυπτε και τα χέρια μέχρι τους αγκώνες. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε χιτών χειριδωτός. Διέφερε από τον … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek