-
1 μειλίσσω
Aμειλίξατο Id.1.650
: —make mild, soothe, treat kindly, τινα Theoc.16.28; esp. appease, propitiate: rarely c. gen., πυρὸς μειλισσέμεν (like πυρὸς χαρίζεσθαι) to appease [the dead] by fire, i.e. funeral rites, Il.7.410; of rivers, λιπαροῖς χεύμασι γαίας.. μειλίσσοντες οὖδας gladdening the soil with rich streams, A.Supp. 1029 (lyr.);ὀργὰς μ. E.Hel. 1339
(lyr.); μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις, Lyc.542, A.R.4.708.II [voice] Pass., to be soothed, grow calm, h. Cer. ; to be subdued,πυρὸς μειλίσσετ' ἀϋτμή A.R.3.531
.III [voice] Med., use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity, Od. 3.96.2 propitiate,Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε A.R.1.860
;συκοφάντας ἀπομαγδαλιᾷ Philostr.VA7.23
; soften, subdue,ἔθνη.. καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Plu.2.330b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλίσσω
См. также в других словарях:
μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… … Dictionary of Greek