Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(φλόξ

См. также в других словарях:

  • φλόξ — flame fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξ — (phlox). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πόες, συνήθως πολυετείς, με κοντό στέλεχος. Αριθμεί 27 είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι η φ. η δρυμμόνδεια, ιθαγενής πόα του Τέξας, η φ. η θυσανωτή και η φ. η στικτή. Και τα τρία είδη είναι ιθαγενή… …   Dictionary of Greek

  • φλογί — φλόξ flame fem dat sg φλογίς piece of broiled flesh fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογῶν — φλόξ flame fem gen pl φλογόω set on fire pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act masc nom sg φλογόω set on fire pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογός — φλόξ flame fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξί — φλόξ flame fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξίν — φλόξ flame fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγα — φλόξ flame fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγας — φλόξ flame fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγες — φλόξ flame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»