-
101 впрыск
η έγχυση, το έγχυμαбескомпрессорный - см. безвоздушный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > впрыск
-
102 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
103 выявление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявление
-
104 группа
1. (совокупность чего-л., объединённых общим признаком, свойством и т.п. совокупность лиц связанных общей целью идеей и т.п.)η ομάδαсиловая - ав. το συγκρότημα ισχύος2. муз. το συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > группа
-
105 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
106 демпфер
тех. о αποσβεστήρας (των κραδασμών/ταλαντώσεων), ο απορροφητής των κραδασμών- вибраций - των δονήσεων, ο παλμοσβέστηςτο ντάμπερ (ξεν.)воздушный - ο αεροφράχτης, το διάφραγμα του αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > демпфер
-
107 дефлегматор
το μηχάνημα (μερικής) συμπύκνωσης των ατμών και επιστροφής των συμπυκνωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлегматор
-
108 дисперсия
1. физ. η διασπορά, ο διαχωρισμός· - волн η σχέση ταχύτητας και συχνότητας των κυμάτων 2. мат. η διασπορά των τυχαίων μεγεθών, η απόκλιση των τυχαίων μεγεθών από το μέσο όρο τους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дисперсия
-
109 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
110 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
111 документ
1. (деловая бумага) το έγγραφ/οпогрузочные - ы см. грузовые - ы2. (письменное удо-стоведение) το πιστοποιητικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документ
-
112 закрепление
η σταθεροποίηση, η στερέωση, το δέσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрепление
-
113 заливка
1. (затопление) η κατάκλυση, η πλημμύρα 2. (вливание) η πλήρωση, το γέμισμα (με υγρό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливка
-
114 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
115 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
116 картина
1. тех. η εικόνα, η παράσταση 2. (жив.) о πίνακας-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картина
-
117 кинофильм
η (κινηματογραφική) ταινία, το έργο, το φιλμ (ξεν.)документальный - το ντοκιμαντέρ (ξεν.)художественный - η ταινία, το έργοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кинофильм
-
118 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
119 комбайн
η μηχανή των σύνθετων εργασιώντο κομπάιν (ξεν.)кукурузоуборочный - συλλεκτική - του αραβόσιτου/καλαμποκιού(ξεν.)кухонный - το συγκρότημα τωνοικιακών συσκευών της κουζίνας, разг. τοπολυμίξερ (ξεν.)силосоуборочный - του σανού(ξεν.)угольный - του άνθρακα/κάρβουνου(των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбайн
-
120 комплект
η συλλογή, το σύνολο, το σετ (ξεν.) аварийно-спасательный - ав. τα σωστικά μέσα (ανάγκης)ремонтный (напр двигателя тормозной системы и т.п.) - της επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комплект
См. также в других словарях:
τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο … Dictionary of Greek
τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek