Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τῶν+ἐπιστημῶν

  • 1 академия

    академия ж η ακαδημία; Академия наук η Ακαδημία των Επιστημών
    * * *
    ж
    η ακαδημία

    Акаде́мия нау́к — η Ακαδημία των Επιστημών

    Русско-греческий словарь > академия

  • 2 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 3 арабистика

    θ.
    η αραβιστική, το σύνολο των επιστημών, γλώσσας και λογοτεχνίας των Αράβων.

    Большой русско-греческий словарь > арабистика

  • 4 известие

    извести||е
    с \. ἡ είδηση [-ις], τό νέο, ἡ πληροφορία:
    приятное \известие ἡ εὐχάριστη είδηση· последние \известиея (по радио) τά τελευταία νέα, οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    2. мн. (периодическое издание) τό δελτίοΜ, τά πρακτικά:
    Известия Академии Наук СССР τό Δελτίον τής 'Ακαδημίας τῶν 'Επιστημών τής ΕΣΣΔ
    3. мн. (название газеты) ἡ Ίζβέστια

    Русско-новогреческий словарь > известие

  • 5 наука

    нау́к||а
    ж ἡ ἐπιστήμη:
    гуманитарные \наукаи οἱ ἀνθρωπιστικές ἐπιστήμες· точные \наукаи οἱ θετικές ἐπιστήμες· естественные \наукаи^ οἱ φυσικές ἐπιστήμες· заниматься \наукаой ἀσχολοδμαι μέ τήν ἐπιστήμη· Академия наук СССР ἡ 'Ακαδημία τῶν Επιστημῶν τῆς ΕΣΣΔ· ◊ это тебе бу́дет \наукаой αὐτό θά σοῦ γίνει μάθημα.

    Русско-новогреческий словарь > наука

  • 6 президент

    президент
    м ὁ Πρόεδρος:
    \президент Академии наук СССР ὁ Πρόεδρος τής "Ακαδημίας τών Επιστημών τής ΕΣΣΔ· \президент республики ὁ Πρόεδρος τής Δημοκρατίας.

    Русско-новогреческий словарь > президент

  • 7 действительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. πραγματικός, αληθινός, σωστός•

    -ое событие πραγματικό γεγονός.

    || ουσιαστικός•

    -ая мощность πραγματική (ωφέλιμη) ισχύς.

    2. που έχει ισχύ, πέραση• έγκυρος•

    проездной билет -лен трое суток το εισιτήριο ταξιδιού ισχύει για τρία εικοσιτετράωρα.

    || παλ. δραστικός, αποτελεσματικός.
    εκφρ.
    действительный залог – (γραμμ) ενεργητική διάθεση•
    действительный ружейный огонь(отрат.) – δραστικό πυρ•
    - ая военная служба – η ενεργή στρατιωτική υπηρεσία•
    действительный член академии наук – ταχτικό μέλος της Ακαδημίας των επιστημών.

    Большой русско-греческий словарь > действительный

  • 8 Seasoned

    adj.
    Of wood: P. and V. ξηρός.
    Experienced: P. and V. ἔμπειρος, ἐπιστήμων; see Experienced (Experience).
    Our navy was at first in fine condition both as regards the seasoned nature of the ships and the health of the crews: P. τὸ ναυτικὸν ἡμῶν τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ (Thuc. 7, 12).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seasoned

  • 9 Acquainted with

    adj.
    P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), V. ἴδρις (gen.); see versed in.
    Knowing: V. ἴστωρ (gen.) (also Plat. but rare P.).
    He made himself acquainted with all he could of the Persian language and the customs of the country: P. τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἠδύνατο κατενόησε καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας (Thuc. 1, 138).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Acquainted with

  • 10 Master

    subs.
    P. and V. δεσπότης, ὁ.
    Lord: P. and V. δυνάστης, ὁ, Ar. and V. ναξ, ὁ, V. νάκτωρ, ὁ; see Lord.
    Oh, kind master: V. ὦ δεσποτίσκε (Eur., Cycl. 267).
    Teacher: P. and V. διδάσκαλος, ὁ, P. παιδευτής, ὁ.
    Master of: use adj., P. and V. ἐγκρατής (gen.), κριος (gen.), ἐπήβολος (gen.) (Plat. but rare P.).
    Controlling: P. and V. κρείσσων (gen.).
    Be master of, v.: P. and V. κρατεῖν (gen.).
    That he might not make himself master of Thrace: P. ἵνα... μὴ... κύριος τῆς Θρᾴκης κατασταίη (Dem. 234).
    When Brasidas made himself master of the heights: P. Βρασίδας ὡς ἀντελάβετο τῶν μετεώρων (Thuc. 4. 128).
    Master of, skilled in. met.: use adj., P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.); see Skilled.
    A past master in: use adj., P. and V. ἄκρος (gen. or acc.).
    Master of the horse ( magister equitum): P. ἵππαρχος, ὁ ( late).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κρατεῖν (gen.), χειροῦσθαι, δεσπόζειν (gen.) (Plat.).
    Conquer: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν (acc. or gen.), Ar. and P. ἐπικρατεῖν (gen.).
    Subdue: P. and V. καταστρέφεσθαι.
    met., learn: P. and V. μανθνειν; see Learn.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Master

  • 11 Versed in

    adj.
    P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), ἐντριβής (dat.), Ar. and V. τρβων (acc. or gen.), V. ἴδρις (gen.).
    Versed in speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν, V. μουσικὸς λέγειν.
    I am not versed in the customs of Greece: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Versed in

См. также в других словарях:

  • Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέων, Ακαδημία των- — (Accademia dei Lincei). Η παλαιότερη και σημαντικότερη ιταλική Ακαδημία. Εδρεύει στη Ρώμη και διαιρείται σε δύο τμήματα: α) των φυσικών, μαθηματικών και φυσιογνωστικών επιστημών και β) των ηθικών, ιστορικών, κριτικών και φιλολογικών επιστημών. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Μπιφόν, Ζορζ Λουί Λεκλέρκ ντε- — (Georges Luis Leclerc de Buffon, Μονμπάρ 1707 – Παρίσι 1788). Γάλλος φυσιοδίφης. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 26 ετών, τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη του Μπιφόν το 1771 για το επιστημονικό του έργο και για τη συμβολή του στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»