-
1 жиропот
-а α.σαριά (λιπώδης ουσία των μαλλιών των προβάτων). -
2 поголовье
-я ουδ. (για ζώα)• ο συνολικός αριθμός, το σύνολο•конское поголовье колхоза το σύνολο των αλόγων του κολχόζ•
поголовье овоц το σύνολο των προβάτων.
-
3 жиропот
ο οίσυπος, η οισύπη, η λιπαρή ουσία εκκρινόμενη στο τρίχωμα των προβάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жиропот
-
4 обножка
-и θ.1. το νέκταρ που μεταφέρουν οι μέλισσες με τα πισινά πόδια.2. το μαλλί από τα πόδια των προβάτων (κατώτερης ποιότητας). -
5 перегон
-а α.1. οδήγηση, μετακίνηση•овец на летние пастбища μετακίνηση των προβάτων σε θερινά βοσκοτόπια.
2. η ενδιάμεση απόσταση μεταξύ δυό οδικών στάσεων ή σταθμών διαδρομή μεταξύ δυο στάσεων.3. προσπέρασμα (οχημάτων κτ.τ.).
См. также в других словарях:
προβάτων — πρόβατον cattle neut gen pl προβά̱των , προβαίνω step forward aor imperat act 3rd dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
απόκουρο — Παλαιότερη ονομασία της ορεινής περιοχής που βρίσκεται στα ΒΑ της λίμνης Τριχωνίδας, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο και το όρος Παναιτωλικό. Σήμερα ονομάζεται επίσημα Θέρμο (βλ. λ.). Ωστόσο, μελετητές της… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek