-
1 şehvet
ηδονή, αισθησιασμός -
2 наслаждение
наслаждениес ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ τέρ-Ψη [-ις],, ἡ ήδονή. -
3 смаковать
смак||ова́тьнесов1. τρώγω μέ εὐχαρίστηση, τρώγω μέ ἡδονή, ἀπολαμβάνω·2. перен разг ἡδονίζομαι. -
4 наслаждение
-я ουδ.απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.
-
5 разлакомить
-млю, -мишьρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) γλυκαίνω• κάνω να θέλει πιο πολύ.-γλυκαίνομαι• παρασύρομαι από τη γλύκα, την ηδονή. -
6 услада
-и θ. παλ. γλύκα• χαρά• αγαλλίαση• ηδονή. -
7 чувственный
-вен, -венна, -венно.1. αισθησιακός (που πηγάζει από τις αισθήσεις)•-ое восприятие αισθησιακή αντίληψη.
2. σωματικός, σαρκικός•-ая лгооовь αγάπη με σαρκική ηδονή.
3. φιλήδονος, ηδυπαθής• επικούρειος• τρυφηλός•чувственный человек φιλήδονος άντρας•
-ая женщина φιλήδονη γυναίκα.
-
8 Allurement
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Allurement
-
9 Amusement
subs.Laughter: P. and V. γέλως, ὁ.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Pastime: P. and V. παιδιά, ἡ, διατριβή, ἡ.Way of spending time: P. and V. διατριβή, ἡ.Holidaymaking: P. and V. ἑορτή, ἡ.Fond of amusement, adj.: P. φιλοθεάμων (Plat.).Fond of laughter: P. φιλόγελως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amusement
-
10 Caprice
subs.Impulse: P. and V. ὁρμή, ἡ.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Mood: P. and V. ὀργή, ἡ, ἦθος, τό.Fixing the limit ( of punishment) at the passing caprice of either side: P. εἰς τὸ ἑκατέροις που ἀεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες (τὰς τιμωρίας) (Thuc. 3, 82).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Caprice
-
11 Cheer
v. trans.Encourage: P. and V. θαρσύνειν, θρασύνειν, παρακαλεῖν, P. παραθαρσύνειν, ἐπιρρωννύναι, Ar. and P. παραμυθεῖσθαι.Gladden: P. and V. εὐφραίνειν, τέρπειν, V. εὐθυμεῖν (Æsch., frag.).V. intrans. Shout applause: Ar. and P. θορυβεῖν, P. ἀναθορυβεῖν.Cheer on, v. trans.: P. and V. ἐπικελεύειν, ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, ἐγκελεύειν, ἐποτρύνειν (Thuc.), ἐξοτρύνειν (Thuc.), P. κατεπείγειν, V. ὀτρύνειν, ἐπεγκελεύειν (Eur., Cycl.), ὀρνύναι.——————subs.Enjoy good cheer, v.: Ar. and P. εὐωχεῖσθαι.Hospitality, subs.: P. and V. ξένια, τάSo speaking he drew cheers and commendation from many of his hearers: P. εἰπὼν ταῦτα πολλοῖς θόρυβον πάρεσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων (Plat., Prot. 339D-E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheer
-
12 Complacency
subs.Good temper: P. εὐκολία, ἡ.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Affability: P. φιλανθρωπία, ἡ, εὐπροσηγορία, ἡ.Hear with complacency: P. and V. ἡδέως ἀκούειν.Bear with complacency: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Complacency
-
13 Dalliance
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dalliance
-
14 Delectation
subs.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Delectation
-
15 Delight
v. trans.P. and V. εὐφραίνειν, τέρπειν, Ax. and V. προσγελᾶν (Æsch., Eum. 253).Please: P. and V. ἀρέσκειν (dat. or acc.), Ar. and V. ἁνδάνειν (dat.), V. προσσαίνειν, Ar. προσίεσθαι.Delight in: P. and V. ἥδεσθαι (dat.), χαίρειν (dat., or ἐπί, dat.), τέρπεσθαι (dat.). εὐφραίνεσθαι (dat.), ἀγάλλεσθαι (dat.) (rare P.).Gloat over: P. and V. γεγηθέναι ἐπί (dat.) (Dem. 332, and Plat. but rare P.), ἐπιχαίρειν (dat.); see gloat over.——————subs.Cheerfulness: P. and V. εὐθυμία, ἡ (Xen.).Concretely, of a person: V. χάρμα, τό, χαρμονή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Delight
-
16 Ecstasy
subs.Possession ( by a god): P. κατοκωχή, ἡ. ἐνθουσιασμός, ὁ.Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ecstasy
-
17 Elation
subs.Joy: P. and V. ἡδονή, ἡ, χαρά, ἡ, V. χαρμονή, ἡ (Plat. also but rare P.).Pride: P. and V. ὄγκος, ὁ (Plat.).Cheerfulness: P. and V. εὐθυμία, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Elation
-
18 Enchantment
subs.Charm: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά; see Charm.Act of enchanting: P. κήλησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enchantment
-
19 Enjoyment
subs.Act of enjoying: P. and V. ἀπόλαυσις, ἡ (Eur., H.F. 1370).Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ, τέρψις, ἡ, χαρά, ἡ, V. χαρμονή, ἡ (Plat. also but rare P.), χάρμα, τό.Comfort: P. εὐπάθεια, ἡ.Cheerfulness: P. and V. εὐθυμία, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enjoyment
-
20 Entrancement
subs.Act of bewitching: P. κήλησις, ἡ (Plat.).Pleasure, delight: P. and V. ἡδονή, ἡ, τέρψις, ἡ, χαρά, ἡ, V. χαρμονή, ἡ (also Plat. but rare P.), χάρμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Entrancement
См. также в других словарях:
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδονῇ — ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονή — ἡδονά enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονῆι — ἡδονῇ , ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονῇ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
ηδονοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, ψηφο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek