Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τῇ+θυσίᾳ

  • 121 πάς

    (παντός), πασά, παν αντων.
    1) весь;

    πάς ο λαός — весь народ;

    (οί) πάντες все;
    λέγω την πασαν αλήθεια говорить всю или чистую правду; πάση δυνάμει всеми силами; καταβάλλω πασαν προσπάθειαν прилагать все усилия; всячески стараться; εν πάση σπουδή как можно скорее; 2) всякий, каждый, любой; εν πάση περιπτώσει во всяком случае; εις πασαν περίστασιν в любом случае; πας Έλλην каждый грек, любой грек; πάση θυσία любой ценой; υπό πασαν επιφύλαξιν со всяческими оговорками; διά παν ενδεχόμενον на всякий случай; διά (или εκ) παντός τρόπου всеми, любыми средствами, любым способом; § προ παντός или προ πάντων а) в первую очередь, прежде всего; б) главным образом, особенно; γιά πάντα или διά παντός навсегда; άπαξ διά παντός или μιά γιά πάντα раз и навсегда; τέλος πάντων наконец, в конце концов; τέλος πάντων! ладно, не будем говорить об этом!; τί θέλει αυτός τέλος πάντων; чего же он в конце концов хочет?; σώπα τέλος πάντων замолчи же, наконец; πάσα αρχή δύσκολος посл, лиха беда — нача- ло; αρχή το ήμισυ τού παντός хорошее начало — половина дела; об παντός πλείν εις Κόρινθον погов, не все это могут; не всем это доступно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πάς

  • 122 σάμπως

    1) как будто, будто бы;

    μρύ μιλούσε έτσι σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια — он разговаривал со мной так, как будто мы с ним давно знакомы;

    2) видимо, очевидно, по всей вероятности; кажется;

    σάμπως έχει δίκιο — видимо, он прав;

    3) разве, неужели, будто;

    καί σάμπως δεν έκανε κάθε θυσία αυτός; — разве он не жертвовал всем?;

    § σάμπως ξέρει τί θέλει; — он и сам не знает, чего хочет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σάμπως

  • 123 θυσιών

    θυσία
    burnt-offering: fem gen pl
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act masc voc sg
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act neut nom /voc /acc sg
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσιών

  • 124 θυσιῶν

    θυσία
    burnt-offering: fem gen pl
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act masc voc sg
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act neut nom /voc /acc sg
    θυσιάζω
    sacrifice: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσιῶν

  • 125 θυσίησι

    θυσία
    burnt-offering: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσίησι

  • 126 θυσίῃσι

    θυσία
    burnt-offering: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσίῃσι

  • 127 θυσίησιν

    θυσία
    burnt-offering: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσίησιν

  • 128 θυσίῃσιν

    θυσία
    burnt-offering: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > θυσίῃσιν

См. также в других словарях:

  • θυσία — θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc/acc dual θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • θυσίᾳ — θυσίαι , θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… …   Dictionary of Greek

  • θυσίας — θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem acc pl θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαι — θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβόλιο — Θυσία προς τιμήν της Κυβέλης Άττιδος κατά την αρχαιότητα. Είχε σχέση με το ταυροβόλιο, αλλά το θυσιαζόμενο ζώο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα κριάρι. Η θυσία συμβόλιζε τη δυαδικότητα της θεάς Κυβέλης και του θεού Άττη …   Dictionary of Greek

  • θυσιάσας — θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem acc pl (doric) θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem gen sg (doric) θυσιάσᾱς , θυσιάζω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαν — θυσίᾱν , θυσία burnt offering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιάσαι — θυσιά̱σᾱͅ , θυσιάζω sacrifice fut part act fem dat sg (doric) θυσιάζω sacrifice aor inf act θυσιάσαῑ , θυσιάζω sacrifice aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»