-
1 δυσαντητος
21) неприятный на вид, отталкивающий(θέαμα Luc.)
2) невыносимый, нестерпимый(τῆς ψυχῆς πάθη Plut.)
-
2 ψυχη
дор. ψῡχά (ᾱ) ἥ [ср. ψῦχος]1) дыхание, преимущ. дух, душа, сознаниеψυχῆς τε καὴ αἰῶνος εὖνις Hom. — бездыханный и безжизненный;
μητρὸς ψ. κατατεθνηυίης Hom. — душа умершей матери;τὸν ἔλιπε ψ. Hom. — душа (жизнь) покинула его, но тж. он лишился сознания;τὰ πάθη τῆς ψυχῆς Arst. — душевные состояния;ὅλῃ τῇ ψυχῇ и ἐκ τῆς ψυχῆς Xen. и ἀπὸ τῆς ψυχῆς Luc. — из (от) глубины души;εἷς ἀνέρ καὴ μία ψ. Polyb. — один единственный человек;ἀπ΄ ὀρθῆς καὴ δικαίας καὴ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς Dem. — по чистой совести;τῷ ἥ ψ. σῖτον οὐ προσίετο Xen. — душа его не принимала пищи, т.е. ему не хотелось есть;ψ. ἀναπαύεται Xen. — наступает насыщение2) жизнь(περὴ φυχῆς μάχεσθαι Hom.)
περὴ ψυχῆς διά τινα κινδυνεύειν Thuc. — рисковать жизнью за кого-л.;ψυχέν παραιτέεσθαι Her. — просить о пощаде;τέν ψυχέν τοῦ παιδός ζημιοῦσθαι Her. — поплатиться жизнью (своего) сына;τῆς ψυχῆς πρίασθαι ὥστε … Xen. — заплатить жизнью за то, чтобы …;ποινέν τῆς ψυχῆς τινος ἀνελέσθαι Her. — взять выкуп за чьё-л. убийство;πᾶσιν ἀνθρώποις ἄρ΄ ἦν ψ. τέκνα Eur. — ведь всем людям дети (дороги как) жизнь3) душевные свойства, характер, нрав(ἵππου Xen., Plat.)
ψυχέν οὐκ ἄκρος Her. — малодушный4) настроение, чувстваτίν΄ οἴεσθ΄ αὐτέν ψυχέν ἕξειν, ὅταν …;
Dem. — что она, полагаете вы, почувствует, когда …?5) описательно в знач. существо, личность, человек ( часто в переводе опускается)πᾶσα ψ. NT. — всякий (человек);
ἥ ἐμέ ψ. Soph. — я (лично);ψυχῆς Ὀρέστου λοιπόν Soph. — то, что осталось от Ореста;ψυχέν διδόναι ἡδονῇ Aesch. — предаться наслаждению;θηρίων τὰς ψυχὰς ἡμεροῦν Isocr. — приручать животных;ψυχαὴ πολλαί Arph. — много людей, многие;ὦ ἀγαθέ καὴ πιστέ ψ.! Xen. — о, мой милый!6) бабочка, мотылек Arst., Plut. -
3 διαγριαινω
1) приводить в ярость, раздражать(τέν ἀσπίδα; ὅ ὄχλος διαγριαινόμενος Plut.)
2) возбуждать -
4 καταστορεννυμι
(fut. καταστορέσω) и эп. *καταστόρνῡμι (part. praes. f καστορνῦσα)1) устилать, покрывать(κάπετον Ἕχτορος λάεσσι Hom.)
2) постилать, расстилать3) валить, укладывать, т.е. убивать(τῶν πολεμίων ἐξακοσίους Her.)
4) успокаивать, унимать(τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τέν πόλιν Plut.; κύματα Anth.)
5) выравнивать, т.е. устранять(ἀνωμαλίαν Plut.)
См. также в других словарях:
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
Πλωτίνος — (Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270). Έλληνας φιλόσοφος, είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοπλατωνικής σχολής. Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά στην Αλεξάνδρεια, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, για να… … Dictionary of Greek