-
1 μέτοχος
μέτοχος, ον,A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52
; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E. Ion 698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; .II Subst., partner, accomplice in, , Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl. i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc.2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc.III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 ([place name] Rome).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτοχος
См. также в других словарях:
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… … Dictionary of Greek