-
121 κρημνοβατης
-
122 κυνηγεσιον
τό1) тж. pl. псовая охота Eur., Plut.2) отряд охотников с собаками(τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.)
3) вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.)4) охотничий участок(ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.)
5) охотничья добыча(ὑπαγωγέ τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
6) перен. охота, погоня(περί τινος ὥραν Plat.)
-
123 λαρνακογυιος
-
124 λατρεια
ἥ1) служба, труд(ἐπίπονον ἔχειν λατρείαν Soph.; πᾶν ἔργον καὴ πᾶσα λ. Plut.)
2) служение, почитание, культ(θεῶν Plat.; Φοιβεῖαι λατρεῖαι Eur.; λατρείαν προφέρειν τῷ θεῷ NT.)
3) житейский обязанности4) слуга, раб Pind. -
125 λυτος
31) могущий быть разложенным, разложимыйτὸ δεθὲν πᾶν λυτόν (sc. ἐστι) Plat. — все сложное разложимо
2) растворимый(λ. ὑγρῷ Arst.)
3) рит. опровержимый(σημεῖον Arst.)
-
126 Μαιναλιος
-
127 μαλακιζομαι
1) становиться изнеженным, расслабленным, терять силы, слабеть(ἥ μετὰ τοῦ μαλακισθῆναι κάκωσις Thuc.)
2) заболевать(ὅ ἐλέφας, ἐὰν γῆν ἐσθίῃ, μαλακίζεται Arst.)
3) лишаться мужества, становиться малодушным, робеть(πρὸς τὸν θάνατον Xen.)
μέ μαλοικισθέντες πρὸς τὸ παρόν Thuc. — не теряя присутствия духа перед создавшимся положением4) смягчаться, уступатьτὸ δ΄ ἄλλο πᾶν ἀφῶμεν μαλακισθέντες Plat. — все остальное (в этом вопросе) согласимся обойти молчанием
-
128 μελισσοσοος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)