-
1 ευτακτως
1) в строгом или установленном порядке(βαδίζειν Arph.; ἐκπλῆσαι τὸν τοῦ βίου χρόνον Plut.)
τὸ παραγγελλόμενον εὐ. ποιεῖν Xen. — точно выполнить приказание2) сдержанно, умеренно(πολιτεύεσθαι Plut.)
-
2 προνοεω
тж. med.1) предвидеть, предчувствовать(τὰ εἰς ἐνιαυτόν Pind.; δόλον Hom.; τὰ ἀποβησόμενα Thuc.; τὸ μέλλον Arst.; med. τινος Eur.)
2) обдумывать заранее(τὸ παραγγελλόμενον Xen.)
3) придумывать(ἄμεινόν τι Hom.)
4) быть осмотрительным, принимать меры предосторожноети(π. καὴ προβουλεύεσθαι Xen.)
π. ὡς μέ σφάλλωνται Xen. — внимательно следить за тем, чтобы (граждане) не потерпели ущерба5) заботиться, печься(τινος и τι Xen., Thuc., NT., περί и ὑπέρ τινος Dem., Lys.)
6) приходить к решению, решатьπρονοηθεὴς καὴ ἐπιβουλεύων Lys. — с заранее обдуманным намерением;
προνοεῖσθαι τέν ἄνοιαν εὖ φέρειν Eur. — решить преодолеть свое неразумие
См. также в других словарях:
παραγγελλόμενον — παραγγέλλω pass on aor part mid masc acc sg παραγγέλλω pass on aor part mid neut nom/voc/acc sg παραγγέλλω pass on pres part mp masc acc sg παραγγέλλω pass on pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσνοώ — έω, Α 1. παρατηρώ κάτι ακόμη, κάνω μια επί πλέον παρατήρηση 2. αντιλαμβάνομαι κάποιον («καὶ προσενόησεν αὐτὸν ἐρχόμενον», ΠΔ) 3. έχω συγκεντρωμένη την προσοχή μου σε κάτι, αναμένω κάτι («ἔπειτα δὲ μένοντας ἐν ταῑς τάξεσι τὸ παραγγελλόμενον… … Dictionary of Greek