-
61 эшелонирование
-я ουδ.κλιμάκωση•эшелонирование корпуса в глубину κλιμάκωση του σώματος κατά βάθος.
См. также в других словарях:
Βάθος — depth nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθος — depth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
βάθος — το 1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα. 2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάθει — βάθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάθεϊ , βάθος depth neut dat sg (epic ionic) βάθος depth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθη — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθέεσσι — βάθος depth neut dat pl (epic) βαθύς deep masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθέων — βάθος depth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθύς deep masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθέω̆ν , βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθίων — βάθος depth neut gen pl (doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθῶν — βάθος depth neut gen pl (attic epic doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθεα — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)