Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τὸν+ἱππέα

  • 1 καταλυω

        (pass.: fut. καταλῠθήσομαι, pf. καταλέλῠμαι)
        1) развязывать, распрягать
        

    (ἵππους Hom.)

        2) отвязывать, т.е. снимать
        

    (τὸ σῶμα, sc. τοῦ ἀνακρεμαμένου Her.)

        3) сносить, разрушать
        

    (πολίων κάρηνα Hom.; πόλιν, τείχη Eur.; ναόν NT.)

        4) ломать, сокрушать
        

    (Διὸς τέν δύναμιν Arph.; τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plut.)

        5) ниспровергать, подрывать
        

    (τέν δημοκρατίαν Arph.; τὸ πλῆθος Lys.; τέν πολιτείαν Dem.)

        εἰ μέ ἕξει τὰ ἐπιτήδεια ἥ στρατιά, καταλύσεται ἥ ἀρχή Xen. — если армия не будет иметь продовольствия, власть (полководца) падет

        6) свергать

    (τύραννον Thuc., Plut.)

    ; смещать
        καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Her.лишиться власти

        7) распускать
        

    (τέν βουλήν Her.; τῶν πόλεων τὰ βουλευτήρια Thuc.; τὸ ναυτικόν Dem.)

        8) упразднять, отменять
        

    (τοὺς νόμους Polyb.; νόμον NT.)

        9) выводить из строя
        

    (τὸν ἱππέα Xen.)

        10) тж. med. кончать, прекращать, оканчивать
        

    (τὸν πόλεμον Thuc.; στάσιν Arph.; τὸ πλεῖν Dem.; τὸν βίον Xen., Plut.; τέν φυλακήν Arph.; τὸν λόγον Aeschin.; ἄσκησιν ὑπὸ γήρως Plut.)

        κ. τέν εἰρήνην Aeschin. — нарушать мир;
        ἐν τῷ καταλύειν Arst. — в конце, при окончании;
        κ. πόλεμόν τινι или πρός τινα Thuc., Plut.прекращать войну с кем-л.;
        καταλύεσθαι τὰς ἐχθρας Her. — прекращать взаимные раздоры;
        καταλελυμένης τῆς ἡλικίας Arst.на склоне жизни

        11) тж. med. заключать мир
        

    (τινί Her., Thuc.)

        12) (ср. 1) останавливаться (для отдыха), искать убежища, находить пристанище
        

    (παρά τινα Thuc. и παρά τινι Dem.; Μεγαροῖ Plat.; εἰς πανδοχεῖον Plut.)

        θανάτῳ καταλύσασθαι Eur.найти себе отдых в могиле

    Древнегреческо-русский словарь > καταλυω

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …   Dictionary of Greek

  • σέλα — η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη τού υποζυγίου και, ιδίως, τού αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • ημικράτηση — η το ελαφρό τράβηγμα προς τα πίσω τών ηνίων τού αλόγου από τον ιππέα …   Dictionary of Greek

  • ιπποτυφία — ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α τυφία, σεμνο τυφία] …   Dictionary of Greek

  • μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα …   Dictionary of Greek

  • χαλιναγωγός — όν, Α αυτός που συγκρατεί, που αναχαιτίζει, σαν τον ιππέα που χρησιμοποιεί το χαλινάρι («ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγός», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • σέλα — η (λ. λατ.) 1. ειδικό κάθισμα για τον ιππέα πάνω στη ράχη του αλόγου. 2. κάθισμα ποδηλάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κομοτηνής — Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Θράκη, που καλύπτουν την περίοδο από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Η οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»