Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

(τὸν+ἄτρακτον

См. также в других словарях:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • μιτοεργός — μιτοεργός, όν (Α) (για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή τού στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρώ — έω (Α καρηβαρῶ, έω και καρηβαριῶ, άω [καρηβαρής] έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι αρχ. μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»