-
1 μεταφερω
1) переносить, перемещать(τι εἴς τι Plat.; τινὰς εἴς или ἐπί τι Dem.)
; переводитьμ. τι ἐπὴ τἀληθές Plat. — перенести что-л. в область действительности2) прилагать, применять(ἐπ΄ ἀνθρώπους τὰς μηχανάς Xen.)
μ. κέντρα πώλοις Eur. — стрекалами подгонять коней3) (из)менять(γνώμην Soph.)
4) смешивать, путать(τοὺς χρόνους Dem.)
5) искажать, извращать(τὰ τῆς πόλεως δίκαια Aeschin.)
6) относить, возвращать, сводить(τὸ γινόμενον εἰς αἰτίας Plut.)
μ. τοὔνομα ἐπὴ τὸν λόγον Arst. — сводить название к (его) смыслу, т.е. этимологически истолковать слово7) именовать в несобственном (переносном) значении, употреблять метафорическиἐκ τῶν ὁμοειδῶν μ. τὰ ἀνώνυμα Arst. — давать безымянным вещам названия однородных вещей;
μεταφέρων φαίη τις ἄν … Arst. — метафорически можно было бы назвать …
См. также в других словарях:
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
METALLA — I. METALLA Sardiniae oppid. apud Antonin. inter Nespolim, et Sulchos. Civita de Glesie Cluverio. II. METALLA sub Imperatorib. Gentilibus, habitacula piorum fuêre: Clemens enim Episcopus Romanus et Martyr Chersonesum deputatus, 2000. Christianorum … Hofmann J. Lexicon universale
HABITATIO — apud Suet. Iul. c. 38. Annuam etiam habitationem Romaeusque ad bina milia nummûm, in Italia non ultra quingenos sestertios remisit: τὸ ἐνοίκιον est, pensio sc. quae habitationis causâ penditur. Iurisconsulti etiam obventionem vocant. Et quidem A … Hofmann J. Lexicon universale
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek