-
1 εξευρισκω
(fut. ἐξευρήσω, aor. ἐξεῦρον, pf. ἐξεύρηκα)1) отыскивать, находить, обнаруживать(ἴχνιά τινος Hom.; τὸν ἱερὸν τύμβον Soph.)
2) находить, устанавливать(ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat.)
3) выискивать(τὰ κάλλιστα Her.)
4) сочинять, слагать(ὕμνον Pind.)
5) обыскивать, обследовать(ἁλὸς θέναρ Pind.)
6) выдумывать, изобретать(μηχανήματα Aesch.; med. παλαίσματα Thuc.)
ἐξευρεθῆναι παρά τινι Her. — быть чьим-л. изобретением7) доставлять, снабжать(τὰ σύμφορα γαστρί Soph.)
8) причинять, приносить(ἄλγος τινί Soph.)
-
2 ἐξ-ευρίσκω
ἐξ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), ausfindig machen, ausfinden, erfinden; ἴχνια Il. 18, 322; ὕμνον, ἀέϑλων κράτος Pind. P. 1, 60 I. 7, 5, u. öfter; τοιόνδε δεσμόν Aesch. Prom. 96; μηχανήματα 467; γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐξεύρισκε Soph. Phil. 288; ἐᾶτέ με τὸν τύμβον ἐξευρεῖν O. C. 1542; τὰς παιγνιὰς ἐξευρεϑῆναι παρὰ σφίσι Her. 1, 94; Folgde; durch wissenschaftliche Untersuchung finden; ἐξευρήκαμεν ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat. Lys. 218 b; ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας πῶς ποτ' ἔχει Prot. 353 b; – aussuchen, τὰ κάλλιστα Her. 7, 119; ἁλὸς ϑέναρ, durchsuchen, Pind. I. 3, 74. – Med., ἐξεύροντο παλαίσματα Theocr. 24, 112; τέχνην ἐξηύρατο Men. bei Stob. flor. 51, 27.
-
3 ἐξευρίσκω
ἐξευρ-ίσκω, [tense] fut. - ευρήσω: [tense] aor. 2 ἐξηῦρον, [voice] Med. - ηυρόμην or - ηυράμην (Men.161.4 codd. Stob.):—A find out, discover, Il.18.322, Th.8.66, Pl.R. 566b, etc.; ἐ. ὁπόθεν find out from what source.., Ar. Eq. 800; invent, Hdt.1.8, etc.;βωμολόχον τι Ar.Eq. 1194
; ἀριθμόν, μηχανήματ' ἐ., A.Pr. 460, 469; ἐ. ἐπ' ἐμοὶ δεσμόν ib.97; simply, find, [πόλεώς] σε σωτῆρα ἐ. (sc. ὄντα) S.OT 304;αὐτὸν ἐ. ἐχθίω Φρυγῶν Id.Aj. 1054
;ποῦ τὸν ἄνδρα.. ἐξευρήσομεν; Ar.Eq. 145
: c. inf.,ἄλλο τι ἐξευρήκασι.. γενέσθαι Hdt.1.196
;οὐκ ἐξευρίσκω τι ἄλλο ποιεῖν POxy. 1588.10
(iv A.D.); ἓν γὰρ πόλλ' ἂν ἐξεύροι μαθεῖν would lead one on to learn, S.OT 120:—[voice] Pass., Hdt.1.94,al.: impers., ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται this invention has been made.., Id.4.61.2 seek out, search after, Id.7.119,5.33.3 win, get, procure,ἀέθλων κράτος Pi.I.8(7).4
;τὸ κάλλος ἄλγος ἐ. S.Tr.25
;γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐ. Id.Ph. 288
;νόμους σεαυτῷ Antipho 5.12
; ἄνδρα ἐ., of a girl, Phoen.2.11:—[voice] Med.,τὴν τέχνην Men.
l.c.;παλαίσματα Theoc.24.114
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξευρίσκω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский