-
41 дворянский
επ.ευγενής, ευγενικός,τής ευγένειας•-ое сословие το κοινωνικό στρωμάτων ευγενών•
-ая усадьба αρχοντική έπαυλη•
-ое собрание σύνοδος ευγενών επαρχίας ή νομού•
-банк τράπεζα των ευγενών•
-ое происхождение ευγενική καταγωγή•
дворянский род το γένος των ευγενών•
дворянский титул ο τίτλος ευγενειας.
-
42 жертвенник
-а α.1. θυσιαστήριο, βωμός.2. Αγία Τράπεζα. -
43 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
44 коммерческий
επ.εμπορικός, του εμπορίου•-ое предприятие εμπορική επιχείρηση.
εκφρ.коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•- ое училище – μέση εμπορική σχολή. -
45 открыть
-рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -оρ.σ.1. ανοίγω•открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•
открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•
открыть окно ανοίγω το παράθυρο•
открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•
открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.
|| ξεκλειδώνω•открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.
|| μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•открыть границу ανοίγω τα σύνορα•
открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.
2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.
3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•открыть газ ανοίγω το γκαζ•
открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•
открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•
открыть клуб ανοίγω λέσχη.
4. αρχίζω•открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•
открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•
открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.
5. αποκαλύπτω, φανερώνω•открыть тайну εκμυστηρεύομαι.
6. ανακαλύπτω•колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.
εκφρ.открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.1. ανοίγω•чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•
книга -лась το βιβλίο άνοιξε.
|| ξεκλειδώνομαι•дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.
2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•-лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.
4. αρχίζω,κάνω έναρξη•театр -лся το θέατρο άνοιξε.
5. εκμυστηρεύομαι όλα.6. (για πληγή) ανοίγω.εκφρ.глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω). -
46 престол
-а α.1. θρόνος•войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•
сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•
возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•
свергнуть с -а εκθρονίζω•
отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•
наследник -а διάδοχος του θρόνου.
2. η Αγία Τράπεζα. -
47 ссудный
επ.δανειστικός•-ая ведомость ο δανειστικός κατάλογος•
ссудный банк πιστωτική τράπεζα•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο.
-
48 торгово-промышленный
επ.εμποροβιομήχανε κός•торгово-промышленный банк εμποροβιομηχανική τράπεζα.
-
49 эмиссионный
επ.1. (οικον.) εκδοτικός•-ое право εκδοτικό δικαίωμα•
-ая банка εκδοτική τράπεζα.
2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής. -
50 Bank
subs.Of a river: P. and V. ὄχθη, ἡ (Xen.).Bank of earth: P. and V. χῶμα, τό, P. χοῦς, ὁ.They arrive at the banks of the Erineus: P. ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἐρινεόν (Thuc. 7, 82).The Syracusans lining the other bank of the river: P. εἰς τὰ ἐπὶ θάτερα τοῦ ποταμοῦ παραστάντες οἱ Συρακόσιοι (Thuc. 7, 84).Place to deposit money: P. τράπεζα, ἡ. For references to banking, see Dem. 1236 et seqq.Having one bank of oars, adj.: P. μονόκροτος (Xen.).Having two banks of oars: P. δίκροτος (Xen.).A ship with three banks of oars: Ar. and P. τριήρης, ἡ.——————v. trans.Bank up: P. προσχωννύναι, προσχοῦν, P. and V. χοῦν.Banked up with earth: V. χωστός.Piling up the banked clouds: V. συντιθεὶς πυκνὸν νέφος (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bank
-
51 Board
subs.Maintenance, subs.: P. and V. τροφή, ἡ, δίαιτα, ἡ.Feeding: Ar. and P. σίτησις, ἡ.Table: lit. and met., P. and V. τράπεζα, ἡ.Council: P. συνέδριον, τό.Board of ten: P. οἱ δέκα.To elect a board of men advanced in years: P. ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσθαι (Thuc. 8, 1).On the boards ( stage): P. ἐπὶ τῆς σκηνῆς.Be on board, v.: P. ἐπιπλεῖν (absol.), ἐμπλεῖν (absol.).Go on board, v.: see board, v.Take on board, v.: P. ἀναλαμβάνειν, ἀναβιβάζεσθαι.Overboard: see Overboard.——————v. trans.Go on board: P. and V. ἐμβαίνειν (absol. or εἰς, acc.; V. also acc. alone), ἐπεμβαίνειν (absol.), ἐπιβαίνειν (dat. or gen. or absol.), εἰσβαίνειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), P. ἀναβαίνειν ἐπί (acc.).Board enemy's ship: P. ἐπιβαίνειν (dat.) (Thuc. 7, 70).Supply with food: P. and V. τρέφειν (acc.).V. intrans. Live: P. and V. διαιτεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Board
-
52 Counter
subs.For reckoning: P. and V. ψῆφος, ἡ.Ticket: P. and V. σύμβολον, τό.In a shop: use P. τράπεζα, ἡ.——————adj.Opposite: P. and V. ἐναντίος.Clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).A counter charm to sleep: V. ὕπνου... ἀντίμολπον ἄκος (Æsch., Ag. 17).Anticipate a plot rather than meet it by counter-plots: P. προεπιβουλεύειν μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν (Thuc. 1, 33).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Counter
-
53 Meal
subs.Barley meal: Ar. and P. ἄλφιτον, τό, or pl.Wheat meal: Ar. and P. ἄλευρα, τά.Meal for bread: V. Δήμητρος ἀκτή (Eur., frag.).Meal for sprinkling on victims in sacrifice: V. προχύται, αἱ, Ar. ὀλαί, αἱ.Repast: P. and V. δεῖπνον, τό, τράπεζα, ἡ (Xen.).Food: P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ.Take one's meals: Ar. and P. σιτεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meal
-
54 Menial
subs.masc., P. and V. οἰκέτης, ὁ, ὑπηρέτης, ὁ, δοῦλος, ὁ, V. λάτρις, ὁ, οἰκεύς, ὁ, Ar. and V. δμώς, ὁ; see Servant.——————adj.P. and V. δούλειος (Plat. but rare P.), δοῦλος (Plat. but rare P.), Ar. and P. δουλικός, δουλοπρεπής.A menial life: V. οἰκέτης βίος.Menial fare: V. θῆσσα τράπεζα.Perform menial duties, v.; P. and V. θητεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Menial
-
55 Spread
subs.Increase: P. ἐπίδοσις, ἡ.——————v. trans.Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.Circulate (rumours, etc.): P. and V. διαγγέλλειν, διασπείρειν, Ar. and V. σπείρειν, P. κατασκεδαννύναι.Spread reports (absol.): P. διαθροεῖν, λογοποιεῖν.Let a rich table be spread for you: V. σοὶ πλουσία τράπεζα κείσθω (Soph., El. 361).Spread out: Ar. διαπεταννύναι.Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.Spread out the hands: V. ἀναπτύσσειν χέρας.V. intrans.Extend: P. and V. τείνειν.To prevent the earth from spreading far: P. ὅπως μὴ διαχέοιτο ἐπὶ πολύ τὸ χῶμα (Thuc. 2, 75).to the upper city: P. ὕστερον δὲ καὶ εἰς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο (Thuc. 2, 48).Spread among (of rumours, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διήκειν (acc.).Spread over ( of disease): P. ἐπινέμεσθαι (acc.) (Thuc. 2, 54).Spread round: P. περιτείνεσθαι.——————adj.Of a bed: V. στρωτός.Ill-spread: V. κακόστρωτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spread
-
56 banque
1) ανάχωμα2) τράπεζα -
57 banka
1) ανάχωμα2) τράπεζα -
58 bank
1) ανάχωμα2) όχθη3) τράπεζα -
59 bankowy
1) ανάχωμα2) τράπεζα -
60 ławica
1) ανάχωμα2) τράπεζα
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)