Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τράπεζα

  • 41 дворянский

    επ.
    ευγενής, ευγενικός,τής ευγένειας•

    -ое сословие το κοινωνικό στρωμάτων ευγενών•

    -ая усадьба αρχοντική έπαυλη•

    -ое собрание σύνοδος ευγενών επαρχίας ή νομού•

    -банк τράπεζα των ευγενών•

    -ое происхождение ευγενική καταγωγή•

    дворянский род το γένος των ευγενών•

    дворянский титул ο τίτλος ευγενειας.

    Большой русско-греческий словарь > дворянский

  • 42 жертвенник

    α.
    1. θυσιαστήριο, βωμός.
    2. Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > жертвенник

  • 43 земельный

    επ.
    1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•

    земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•

    земельный налог έγγειος φόρος•

    фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.

    2. αγροτικός•

    -ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•

    -ая рента.έγγεια πρόσοδος•

    -ое законоательство αγροτική νομοθεσία•

    -ая община αγροτική κοινότητα•

    земельный кодекс αγροτικός κώδικας•

    земельный банк αγροτική τράπεζα•

    -ая собственность γεωκτησία•

    земельный кредит αγροτική πίστωση.

    Большой русско-греческий словарь > земельный

  • 44 коммерческий

    επ.
    εμπορικός, του εμπορίου•

    -ое предприятие εμπορική επιχείρηση.

    εκφρ.
    коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•
    - ое училище – μέση εμπορική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > коммерческий

  • 45 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 46 престол

    α.
    1. θρόνος•

    войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•

    сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•

    свергнуть с -а εκθρονίζω•

    отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•

    наследник -а διάδοχος του θρόνου.

    2. η Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > престол

  • 47 ссудный

    επ.
    δανειστικός•

    -ая ведомость ο δανειστικός κατάλογος•

    ссудный банк πιστωτική τράπεζα•

    ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > ссудный

  • 48 торгово-промышленный

    επ.
    εμποροβιομήχανε κός•

    торгово-промышленный банк εμποροβιομηχανική τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > торгово-промышленный

  • 49 эмиссионный

    επ.
    1. (οικον.) εκδοτικός•

    -ое право εκδοτικό δικαίωμα•

    -ая банка εκδοτική τράπεζα.

    2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής.

    Большой русско-греческий словарь > эмиссионный

  • 50 Bank

    subs.
    Of a river: P. and V. ὄχθη, ἡ (Xen.).
    Mound: P. and V. ὄχθη, ἡ (Xen.), Ar. and V. ὄχθος, ὁ; see Mound.
    Bank of earth: P. and V. χῶμα, τό, P. χοῦς, ὁ.
    They arrive at the banks of the Erineus: P. ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἐρινεόν (Thuc. 7, 82).
    The Syracusans lining the other bank of the river: P. εἰς τὰ ἐπὶ θάτερα τοῦ ποταμοῦ παραστάντες οἱ Συρακόσιοι (Thuc. 7, 84).
    Place to deposit money: P. τράπεζα, ἡ. For references to banking, see Dem. 1236 et seqq.
    Having one bank of oars, adj.: P. μονόκροτος (Xen.).
    Having two banks of oars: P. δίκροτος (Xen.).
    A ship with three banks of oars: Ar. and P. τριήρης, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Bank up: P. προσχωννύναι, προσχοῦν, P. and V. χοῦν.
    Banked up with earth: V. χωστός.
    Piling up the banked clouds: V. συντιθεὶς πυκνὸν νέφος (Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bank

  • 51 Board

    subs.
    P. and V. σανς, ἡ, πναξ, ὁ.
    Plank: P. and V. ξλον, τό. P. κεραία, ἡ, Ar. and P. δοκός, ἡ.
    Maintenance, subs.: P. and V. τροφή, ἡ, δίαιτα, ἡ.
    Feeding: Ar. and P. σίτησις, ἡ.
    Table: lit. and met., P. and V. τρπεζα, ἡ.
    Council: P. συνέδριον, τό.
    Board of ten: P. οἱ δέκα.
    To elect a board of men advanced in years: P. ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσθαι (Thuc. 8, 1).
    On the boards ( stage): P. ἐπὶ τῆς σκηνῆς.
    On board, prep.: P. and V. ἐπ (gen.);
    of motion: P. ἐπί (acc.), P. and V. εἰς (acc.); adv., P. and V. ἐπ νεώς.
    Be on board, v.: P. ἐπιπλεῖν (absol.), ἐμπλεῖν (absol.).
    Go on board, v.: see board, v.
    Put on board, v.: P. ἐπιβιβάζειν, εἰσβιβάζειν, P. and V. εἰστθεσθαι (Xen.).
    Take on board, v.: P. ἀναλαμβάνειν, ἀναβιβάζεσθαι.
    Overboard: see Overboard.
    ——————
    v. trans.
    Go on board: P. and V. ἐμβαίνειν (absol. or εἰς, acc.; V. also acc. alone), ἐπεμβαίνειν (absol.), ἐπιβαίνειν (dat. or gen. or absol.), εἰσβαίνειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), P. ἀναβαίνειν ἐπί (acc.).
    Board enemy's ship: P. ἐπιβαίνειν (dat.) (Thuc. 7, 70).
    Supply with food: P. and V. τρέφειν (acc.).
    V. intrans. Live: P. and V. διαιτεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Board

  • 52 Counter

    subs.
    For reckoning: P. and V. ψῆφος, ἡ.
    Ticket: P. and V. σύμβολον, τό.
    In a shop: use P. τράπεζα, ἡ.
    ——————
    adj.
    Opposite: P. and V. ἐναντίος.
    Run counter to: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).
    A counter charm to sleep: V. ὕπνου... ἀντμολπον κος (Æsch., Ag. 17).
    Anticipate a plot rather than meet it by counter-plots: P. προεπιβουλεύειν μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν (Thuc. 1, 33).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Counter

  • 53 Meal

    subs.
    Barley meal: Ar. and P. ἄλφιτον, τό, or pl.
    Wheat meal: Ar. and P. λευρα, τά.
    Meal for bread: V. Δήμητρος ἀκτή (Eur., frag.).
    Meal for sprinkling on victims in sacrifice: V. προχύται, αἱ, Ar. ὀλαί, αἱ.
    Repast: P. and V. δεῖπνον, τό, τρπεζα, ἡ (Xen.).
    Food: P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ.
    Take one's meals: Ar. and P. σιτεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meal

  • 54 Menial

    subs.
    masc., P. and V. οἰκέτης, ὁ, πηρέτης, ὁ, δοῦλος, ὁ, V. λάτρις, ὁ, οἰκεύς, ὁ, Ar. and V. δμώς, ὁ; see Servant.
    fem., P. and V. πηρέτις, ἡ, V. δμωή, ἡ, δμως, ἡ, οἰκέτις, ἡ.
    ——————
    adj.
    P. and V. δούλειος (Plat. but rare P.), δοῦλος (Plat. but rare P.), Ar. and P. δουλικός, δουλοπρεπής.
    A menial life: V. οἰκέτης βίος.
    Menial fare: V. θῆσσα τρπεζα.
    Perform menial duties, v.; P. and V. θητεύειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Menial

  • 55 Spread

    subs.
    Increase: P. ἐπίδοσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.
    Strew: P. and V. στορεννύναι, Ar. and V. στορνύναι.
    Circulate (rumours, etc.): P. and V. διαγγέλλειν, διασπείρειν, Ar. and V. σπείρειν, P. κατασκεδαννύναι.
    Spread reports (absol.): P. διαθροεῖν, λογοποιεῖν.
    Diffuse: P. and V. διασπείρειν, διαδιδόναι, V. ἐνδατεῖσθαι, Ar. and V. σπείρειν.
    Spread (a table, etc.): use Ar. and P. παρατιθέναι.
    Let a rich table be spread for you: V. σοὶ πλουσία τράπεζα κείσθω (Soph., El. 361).
    Spread out: Ar. διαπεταννύναι.
    Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.
    Spread out the hands: V. ναπτύσσειν χέρας.
    Lengthen: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν, μηκνειν; see Prolong.
    Spread over: Ar. and P. καταπεταννναι (τινά τινι), V. περτείνειν (τί τινος).
    Spread under: P. and V. ποστορεννύναι (Xen., also Ar.).
    V. intrans.
    Extend: P. and V. τείνειν.
    To prevent the earth from spreading far: P. ὅπως μὴ διαχέοιτο ἐπὶ πολύ τὸ χῶμα (Thuc. 2, 75).
    to the upper city: P. ὕστερον δὲ καὶ εἰς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο (Thuc. 2, 48).
    Spread (of rumours, etc.): P. and V. διέρχεσθαι. V. ἐπέρχεσθαι.
    Increase: Ar. and P. ἐπιδιδόναι.
    Spread among (of rumours, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διήκειν (acc.).
    Spread over ( of disease): P. ἐπινέμεσθαι (acc.) (Thuc. 2, 54).
    Spread round: P. περιτείνεσθαι.
    ——————
    adj.
    Of a bed: V. στρωτός.
    Ill-spread: V. κακόστρωτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spread

  • 56 banque

    1) ανάχωμα
    2) τράπεζα

    Dictionnaire Français-Grec > banque

  • 57 banka

    1) ανάχωμα
    2) τράπεζα

    Česká-řecký slovník > banka

  • 58 bank

    1) ανάχωμα
    2) όχθη
    3) τράπεζα

    English-Greek new dictionary > bank

  • 59 bankowy

    1) ανάχωμα
    2) τράπεζα

    Słownik polsko-grecki > bankowy

  • 60 ławica

    1) ανάχωμα
    2) τράπεζα

    Słownik polsko-grecki > ławica

См. также в других словарях:

  • τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — table fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»