-
1 κνηκος
I.Iдор. κνᾱκός 3желтый, рыжий или бурый(τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.)
IIὅ Babr. = κνηκίας См. κνηκιαςII.ὁ бот. сафлор ( Carthamus tinctorius) Arst. -
2 κνηκός
1 κνηκος
(τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.)
2 κνηκός