Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τραγῳδίας

  • 1 сюжет

    α.
    η υπόθεση έργου•

    сюжет трагедии Софокла «Антигона» η υπόθεση της τραγωδίας του Σοφοκλή «Αντιγόνη».

    Большой русско-греческий словарь > сюжет

  • 2 хор

    α.
    1. ο χορός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
    2. χορωδία•

    дирижировать -ом διευθύνω τη χορωδία.

    || μουσικό έργο (για χορωδία). || πλήθος όμοιων γνωμών, φωνών κ.τ.τ.
    3. όλοι μαζί, εν χορώ. || παλ.• η ορχήστρα.

    Большой русско-греческий словарь > хор

См. также в других словарях:

  • τραγῳδίας — τραγῳδίᾱς , τραγῳδία tragedy fem acc pl τραγῳδίᾱς , τραγῳδία tragedy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδός — ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α 1. ποιητής τραγωδιών 2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας αρχ. 1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα 2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

  • κάθαρση (τραγική) — Όρος που αναφέρεται στο αίσθημα οίκτου και ελέους που προξενούν στους θεατές τα παθήματα του ήρωα μιας θεατρικής τραγωδίας.Στην αριστοτελική φιλοσοφία η έννοια της κ. έλαβε ακριβή αισθητική σημασία, που αφορά τη δραματική μορφή και έχει την… …   Dictionary of Greek

  • Κιντ, Τόμας — (Thomas Kyd, Λονδίνο 1558 – 1594). Άγγλος δραματικός συγγραφέας. Ακολούθησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του συμβολαιογράφου πατέρα του, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ανάγνωση των κλασικών και τη μελέτη των γλωσσών. Σε αυτόν αποδίδεται η πρώτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»