-
1 χαρακτηρ
- ῆρος ὅ [χαράσσω]1) отпечаток(τῆς εὐγενείας Plut.)
2) печать, клеймо(σφραγῖδες καὴ πᾶς χ. Plat.; χαρακτῆρά τινος ἐπιβαλεῖν τινι Isocr.)
ἀργύρου χ. Eur. — чекан серебряной монеты;ὅ χ. ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον Arst. — чекан выбит (на монетах) как знак количественного достоинства3) изображение, начертание, знак(ἐν τοῖς πυξίοις Plut.)
4) очертание, форма5) отличительная черта, особенность, своеобразие, характер(τῆς γλῶσσης, τοῦ προσώπου Her.; τῶν ἀνδρῶν Eur.; τῆς ὄψεως Diod.)
εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. — уловить особенности каждого вида6) примета, признак(φανερὸς χ. τινος Eur.)
-
2 ασυμμετρια
ἥ1) несоразмерность(τοῦ ποσοῦ Arst.)
2) несообразность, беспорядочность(τῶν πράξεων Plat.)
3) несоизмеримость(τῆς διαμέτρου Arst.)
-
3 χρονος
ὅ1) времяὁ μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. — бесконечное время;
τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. — большую часть времени;τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον Aesch. — вековечно;ὅ πρὴν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χ. Soph. — прежнее время, прошлое;ὅ λοιπὸς χ. Soph., Xen. — последующее время, будущее;χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. — с течением времени, спустя некоторое время;ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. — впоследствии;διὰ χρόνου Thuc. — по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени;διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. — через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени;ὅ χ. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. — день уходил у меня за днем, т.е. время шло;(ἐπὴ) χρόνον Hom., Her., Thuc. — в течение известного времени;ἐντὸς χρόνου Her. — по истечении некоторого времени, т.е. в близком будущем;τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. — впредь, отныне;τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. — преждевременно;ἀφ οὗ χρόνου Xen. — с тех пор как;ποίου χρόνου ; Aesch. — с какого времени?;πόσου χρόνου ; Arph. — как долго?2) время, пораτοῦ ἔτους χ. Xen. — время года;
χ. βίου Eur. — продолжительность жизни, век;ἥβης χ. Eur. — пора юности;ὅ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χ. Sext. — настоящее время;ὅ μέλλων χ. Sext. — будущее время;τρίμηνος χ. Soph. — трехмесячный промежуток;δεκέτης χ. Soph. — десятилетие3) возраст(χ. ἀνθρώπων Soph.)
χρόνῳ μείων γεγώς Soph. — младший4) промедление, задержка(χρόνον ποιεῖν Dem.)
χρόνους ἐμποιεῖν Dem. — откладывать, отсрочивать;χρόνον ἔχειν Theocr. — долго тянуться5) грам. глагольное время6) стих. просодическое время, количество гласного или слога
См. также в других словарях:
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek