Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τοὺς+ἔξω

  • 1 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 2 удалить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•

    -мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•

    удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.

    || μτφ. παλ. • απομονώνω•

    его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.

    || μτφ. κρατώ σε απόσταση•

    он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.

    2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•

    удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.

    || εξάγω• απαλείφω•

    удалить зуб βγάζω το δόντι•

    удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•

    удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.

    || μτφ. διώχνω, αποβάλλω•

    он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.

    3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•

    его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•

    его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.

    1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.

    || μτφ. ξεφεύγω•

    удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•

    удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.

    2. φεύγω•

    в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.

    || απολύομαι• αποχωρώ•

    удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > удалить

  • 3 расчет

    расчет
    м \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:
    приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·
    2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:
    производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν
    3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:
    давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·
    4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:
    по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·
    5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:
    мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·
    6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > расчет

  • 4 себя

    себя
    (себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:
    брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα

    Русско-новогреческий словарь > себя

  • 5 тяиуться

    тяи||у́ться
    1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·
    2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·
    3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):
    болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·
    4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·
    5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·
    6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·
    7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:
    цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·
    8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):
    \тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός.

    Русско-новогреческий словарь > тяиуться

  • 6 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 7 двор

    α.
    1. αυλή, προαύλιο•

    играть во -е παίζω στην αυλή•

    задний двор οπισθαύλιο.

    2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.
    3. σταυλος•

    скотный двор κτηνοστάσιο•

    птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.

    εκφρ.
    ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•
    на -е – έξω (στην αυλή)•
    ко -ам ή по -амπαλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•
    со -аπαλ. από το σπίτι•
    на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•
    весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.
    α. Αυλή•

    царский двор η τσαρική Αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > двор

  • 8 примазать

    ρ.σ.μ.
    1. αλείφω την κόμη.
    2. στερεώνω με κολλώδη ουσία• στοκάρω.
    (απλ.)
    1. αλείφω τα μαλλιά μου.
    2. μτφ. (απλ.) εισχωρώ, (παρ)εισδύω, (παρ)εισέρχομαι, μπαίνω, χώνομαι.
    3. (για τυχερά παιγνίδια)• βάζω απ έξω στοίχημα (με έναν από τους παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > примазать

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • вънъ — (127) нар. и предл. I. Нар. Прочь, наружу; за пределы: приходѩштѩаго къ мънѣ не иж(д)енѹ вънъ. Изб 1076, 57; Таче по гл҃ѣхъ сихъ. ѿпɤсти ˫а вънъ вьсѩ. ЖФП XII, 64а; вънъ износити нѣкы˫а да нѣчьто большеѥ приобрѩщють. (ἔξω) КЕ XII, 218а; излѣзеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… …   Dictionary of Greek

  • Πεισιστρατίδες — Γιοι του Πεισίστρατου, οι οποίοι τον διαδέχτηκαν στην τυραννία της αρχαίας Αθήνας. Οι γνωστότεροι από αυτούς ήταν ο Ιππίας και ο Ίππαρχος. Όταν έγινε τύραννος ο Ιππίας, που μνησικακούσε εναντίον των Αθηναίων για τον φόνο του Iππάρχου, οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»