-
1 προτιθημι
(fut. προθήσω, стяж. aor. 1 προὔθηκα; aor. pass. προὐτέθην, praes. и impf. pass. в атт. обычно берутся от πρόκειμαι) тж. med.1) ставить перед, класть впереди, подносить(τραπέζας Hom.; δαῖτά τινι Her.)
προθέσθαι τι Plut. — поставить что-л. перед собою;προτιθέναι τοῦ λόγου προοίμιον Plat. — предпосылать речи введение;πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι Eur. — закрыть глаза плащом;προθέσθαι τινὰ ἐν οἴκτῳ Aesch. — сжалиться над кем-л.;βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων π. Eur. — медленно переставлять ноги;προτιθέμενα καὴ ἐπιλεγόμενα Arst. — начало и заключение2) ставить выше, предпочитать(τί τινος Her., Eur. и τι ἀντί τινος Eur.)
πάρος τινός προθέσθαι τι Soph. — предпочесть что-л. чему-л.3) бросать (на съедение), кидать(τινὰ κυσίν Hom.; τινὰ θηρσὴν ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
ὅ θανάτῳ προτεθείς Eur. — брошенный, т.е. обреченный на смерть4) бросать, покидатьπροθεῖναί τινα ἔρημον Soph. — бросить кого-л. на произвол судьбы;
προθεῖναι τὸ παιδίον Her. — подкинуть ребенка5) заранее устанавливать, определять(τὸν νόμον τινί Eur.)
οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Her. — определять границу человеческой жизни;ἀεὴ πλείων τοῦ προτεθέντος χρόνος Arst. — время, большее любого (наперед) заданного, т.е. бесконечное6) устраивать, учреждать(τοὺς ἀγῶνας λόγων Thuc.)
πένθος μέγα προθέσθαι Her. — учредить большой траур7) назначать(στέφανον τῶν ἀγώνων τινί Thuc.; med. τινα ἱλαστήριον NT.)
προθεῖναί τινι κρίσιν Lys. — назначить кому-л. судебное разбирательство, т.е. вызвать кого-л. в суд;π. θάνατον ζημίαν Thuc. — назначать смертную казнь;προθέσθαι τέν λέσχην Soph. — созвать собрание8) задавать, предлагать(ἄπορον αἵρεσιν Plat.; τὸ προτεθὲν πρόβλημα Arst.)
προτίθεσθαι αἵρεσιν Plat. — ставить перед собой альтернативу;προθεῖναί τινι βαστάζειν τι Soph. — предложить кому-л. взять что-л. на себя;ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Plat. — рассмотрением чего мы задались;προθεῖναί τι τοῖς ὤμοις τινός Soph. — возложить что-л. на чьи-л. плечи, т.е. предписать кому-л. что-л.9) тж. med. выставлять(νεκρόν Her.; med. ὀστᾶ τῶν ἀπογενομένων Thuc.)
π. τι ὤνιον Luc. — выставлять что-л. на продажу;π. αἰτίαν Soph. — выставлять причину;προτίθεσθαί τι Polyb. — ссылаться на что-л. (как на основание)10) med. показывать(ποτήρια χρύσεα Her.)
ἀνδραγαθίαν τινὴ π. Thuc. — рассказывать о чьей-л. храбрости11) представлять, докладывать, излагать(πρῆγμα Her.; λόγον περί τινος Xen.)
π. τέν διαγνώμην περί τινος Thuc. — вносить на обсуждение вопрос о чем-л.;προθεῖναι λέγειν περί τινος Thuc. — представить что-л. на обсуждение;τὰ προτιθέμενα κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arst. — зарегистрированные судебные решения12) предоставлять, разрешать(οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος Xen.)
προθέσθαι τινὴ ἔχθραν Thuc. — объявить кому-л. о своей вражде13) med. ставить себе целью, намереваться
См. также в других словарях:
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
CANTILENA Rollandi — apud Wilhelmum Malmesbur. de gestis Regum Anglor. l. 3. Albericum Matthaeum Paris. Matthaeum Westmonaster. Alios, A. C. 1066. de Wilhelmo Notho, ad proelium contra Hataldum sese apparante: Tunc Cantilena Rollandi inchoata, ut Martium viri… … Hofmann J. Lexicon universale
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЯ ВСЕХВАЛЬНАЯ — († нач. IV в.), вмц. Халкидонская (пам. 16 сент., 11 июля), пострадала при имп. Диоклетиане. Год ее смерти неизвестен, возможно 303 или 304 г. Сохранилось большое количество анонимных редакций Мученичества Е. В. (в основном неизданные).… … Православная энциклопедия