-
1 μερίζω
μερίζω, theilen, vertheilen; κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ μέγεϑος μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῠν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt vertheilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ ἔργον Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Antheil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν χρυσίον ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ οὐσία εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich theilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile vertheilen, s. μερισμός.
-
2 δι-ομο-λογέω
δι-ομο-λογέω, zugestehen, versprechen; διωμολόγησεν ἀποστήσεσϑαι βασιλέως Xen. Ages. 3. 5; vgl. Luc. Nigr. 26. – Gew. im med., sich unter einander verständigen, übereinkommen, sowohl in wissenschaftlichen als in rechtlichen Streitfragen, Plat. Phaedr. 237; περί τινος, Theact. 169 e, wie Xen. Hell. 4, 2, 13, u. Sp., z, B. D. Sic. 1, 91; περί τινός τινι, Isae. 3, 39; auch c. acc., σμικρὰ ἄττα Plat. Phil. 20 c, wie δεῖ λόγον ἡμᾶς δι ομολογήσασϑαι τί ποτ' ἐστίν, Soph. 260 a, d. i. festsetzen, bestimmen, wie τοὺς τόκους Dem. 56, 5; πρός τινα, 28, 14. – Das perf. διωμολογημαι in pass. Bdtg oft Plat.; ἡμῖν, ἐμοί τε καί σοι Soph. 264 d; Euthyd. 282 c; παρ' ἡμῶν Isocr. 4, 137; aor. pass., Plat. Rep. V, 456 c; das praes. braucht pass. Pol. 31, 27, 1.
-
3 λογίζομαι
λογίζομαι, dep. med., fut. λογιοῦμαι, Dem. 19, 57, rechnen, zusammenrechnen, berechnen; καὶ πρῶτον μὲν λόγισαι φαύλως μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός Ar. Vesp. 656; τοὺς τόκους Nubb. 20; auch = in Rechnung bringen, τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασϑαι δώδεκα Plut. 381. – So auch Her. 2, 145. 7, 28. 191; überrechnen, Lys. 19, 9; τινί, Einem anrechnen, 32, 21 ff.; vgl. Dem. 27, 90 ἐμοὶ τὰ ἀναλώματα λογισϑῆναι οὐ προςήκει u. ib. 46; καὶ ἀριϑμεῖν, Plat. Rep. VII, 522 e; vgl. noch Xen. Cyr. 3, 1, 19, χρήματα σὺν τοῖς ϑησαυροῖς, οἷς ὁ πατὴρ κατέλιπεν, ἐστὶν εἰς ἀργύριον λογισϑέντα τάλαντα πλείω τῶν τριςχιλίων, wie auch wir sagen: nach Silber od. Gold berechnet, Hell. 6, 1, 19; Her. 3, 95 braucht so auch λογιζόμενον passivisch. – Auch = wozuv zählen, rechnen, τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ ϑεῶν λογίζονται εἶναι, sie rechnen ihn zu den acht Göttern, Her. 2, 46, vgl. 8, 136; u. darnach häufiger = im Geiste, usammenrechnen, erwägen, urtheilen, schließen, Soph. Ai. 823 O. R. 461; u. bes, in Prosa, Her. 7, 176. 8, 33 u. öfter; ἐκ τούτων τῶν λόγων λογίζομαι τοιόνδε τι συμβαίνειν, ich nehme daraus ab, Plat. Gorg. 524 b; πρὸς ἐμαυτὸν ἐλογιζόμην ὅτι, ich überlegte bei mir, Apol. 21 d; λογ. καὶ ἐνϑυμηϑῆναι τὰ πράγματα Dem. 1, 21; εὑρήσεις δὲ καὶ σύ, ἢν ὀρϑῶς λογίζῃ, ἀληϑῆ λέγοντα Xen. Cyr. 2, 2, 7; τὰ ξυμφέροντα, seinen Vortheil er wägen, Thuc. 1, 76; Folgende. – Sp. εἰς οὐδὲν λογισϑῆναι, für Nichts geachtet werden. – Τὸ λελογισμένον, = λογισμός, Luc. Nigr. 1; vgl. Eur. I. A. 386.
-
4 ἀνα-λογίζομαι
ἀνα-λογίζομαι, med., bei sich überrechnen, zusammenrechnen, zusammenfassen, τὰ ὡμολογημένα, Plat. Prot. 332 d; τοὺς τόκους, die Zinsen, κατ' ὄνομα, namentlich aufzählen, Strato bei Ath. IX, 882 c; überlegen, erwägen, neben σκοπεῖν, Plat. Crat. 899 c; Thuc. 5, 7; ὅτι, 8, 83; ἀναλογιζομένη ἐν ἑαυτῇ τὰ γεγονότα πρὸς τὰ μέλλοντα, die Vergangenheit mit der Zukunft zusammenhalten, um ihr Verhältniß zu einander zu beurtheilen, Plat. Theaet. 186 a; ähnl. bei Sp. – Xen. Mem. 2, 1, 4 von Rebhühnern, τὰ δεινὰ ἀναλ., die Gefahr bemerken.
-
5 μερίζω
μερίζω, teilen, verteilen; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῠν, im Verhältnis nach der Fahrt verteilen; für sich, als seinen Anteil nehmen; τὴν σατραπείαν, unter sich teilen; Geld aus dem Schatze; ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugeteilt; bei den Gramm. = unter die Redeteile verteilen -
6 κομίζω
κομίζω (von κομέω), fut. κομίσω, att. κομιῶ, – 1) besorgen, warten, pflegen, mit dem Nöthigen versehen; den Gastfreund, τὸν δέ τ' ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποϑὴ ἔσται Od. 15, 546; ἃς ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17, 111, vgl. 18, 321 κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε; ernähren, κόμισσε δὲ δῖ' Ἀφροδίτη τυρῷ καὶ μέλιτι 20, 68; pass., οὔτι κομιζόμενός γε ϑ άμιζεν, er ward nicht oft gepflegt, Homerisch = er ward gar nicht gepflegt, 8, 451; im med., τινά, gastlich bei sich aufnehmen, Il. 8, 284 Od. 14, 316. – Auch von Sachen, besorgen, beschicken; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, ἱστόν τ' ἠλακάτην τε Il. 6, 490 u. wiederholt in der Od.; auch κτήματα κομίζειν, das Vermögen verwalten, Od. 23, 355; im med., ἔργα κομίζεσϑαι Δημήτερος Hes. O. 391, die Feldarbeit für sich besorgen, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὐ κομίσασϑαι ἐν ἄγγεσιν, die Feldfrucht nach dem Maaße in Gefäßen wohl aufbewahren, 598; – ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν Pind. N. 5, 31; vgl. Aesch. Ch. 260. 340. – 2) daran reiht sich νεκρὸν κομίζειν, Il. 13, 196, den Todten besorgen, indem man ihn aufnimmt u. wegträgt, damit er nicht in die Hände der Feinde falle, aufhebenn. wegtragen; ῥῖψ' ἐπιδινήσας, er schleuderte den Helm, κόμισαν δ' ἐρίηρες ἑταῖροι, 3, 378; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δ' ἐκόμισσε κήρυξ, der Herold nahm das Kleid auf, 2, 183; im med., κόμισαί με, bringe mich weg, bringe mich in Sicherheit, 5, 359; ähnlich Σίντιες ἐκομίσαντο πεσόντα, sie hoben den vom Olymp gestürzten Hephästus auf u. verpflegten ihn bei sich, 1, 594. – Daher davontragen, als Beute, χρυσόν, ἵππους, Il. 2, 875. 11, 738; ἄκοντα κόμισε χροΐ, er trug den Wurfspieß im Leibe davon, bekam einen Wurfspieß in den Leib, 14, 456, vgl. 463; so im med., ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασϑαι, 22, 286; Pind. τέσσαρας ἐξ ἀέϑλων νί. κας ἐκόμιξαν, N. 2, 19. – 3) übh. tragen, bringen, fortschaffen; Il. 23, 699 Od. 13, 68; ἔξω κομίζων ὀλεϑρίου πηλοῦ πόδα Aesch. Ch. 686, den Fuß aus dem Sumpfe tragend, lenkend; ϑράσος ἀκούσιον ἀνδράσι ϑνήσκουσι κομίζων Ag. 778; κόμιζε νῦν μοι παῖδα Soph. Ai. 526; τί μέλλεις κομίζειν δόμων τῶνδ' ἔσω O. R. 679; ἔπαινον O. C. 1413; πέμψον ἀμέμπτως, ἔνϑ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει, wohin die Parze führt, mitgehen heißt, Phil. 1452; vgl. Plat. Henez. 247 c; süh ren, ἀλλά νιν κομίζετ' εἴσω Soph. Ant. 574; auch κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ ϑέλεις, ib. 444; κόμιζε πρὸς ϑεῶν ἀπ' ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε, schaff sie aus den Augen, Eur. Alc. 1064, wie im med., κομίζου δ' ὡς τάχιστ' ἐξ ὀμμάτων, Aesch. Suppl. 927; κομίζουσι τὸν νεκρὸν ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔϑνος, sie schaffen den Todten auf einem Wagen zu einem andern Volke, Her. 4, 71; ἔδει τὴν μητέρα ζεύγεϊ κομισϑῆναι ἐς τὸ ἱρόν 1, 31; ναῦς Thuc. 2, 85. 4, 16; οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει Plat. Phaed. 113 d; εἷς κεκόμικεν ἀργύριον ἱκανόν Crit. 45 b; auch ὕδατα ἄνω πηγαῖα κομίσας, hinausleiten, Critia. 113 e; ἐξ ἄλλης πόλεως αὐτῇ κομιοῦσιν ὧν δεῖται Rep. II, 370 e; – pass., gebracht werden, kommen, reisen, ziehen, bes. zurückkehren; ὅταν μεταλλάξηταί τις, κομίζεται εἰς τὴν ἀγοράν Pol. 6, 53, 1; πεζῇ κομιζόμενος ἐς Παιονίην Her. 5, 98; öfter im fut. u. aor. med., κομιεύμεϑα ἐς Σίριν 8, 62, οἳ ἂν κομίσωνται ἀπὸ τῆςδε τῆς ϑαλάττης ἐς Βαβυλῶνα 1, 185; ἐκομίσϑησαν ἐπ' οἴκου Thuc. 2, 33; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισϑῆναι, in denen sie muthmaßlich zurückkehren konnten, 2, 73; κομισϑέντα ἐκ Λακεδαίμονος Plat. Legg. I, 629 b; κομισϑεὶς οἴκαδε Rep. X, 614 b; Xen. u. Folgde. – Med. für sich fortbringen, sich Etwas verschaffen, sich erwerben; δόξαν ἐσ ϑλήν Eur. Hipp. 432; τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Ar. Vesp. 690; σώφρονά τε ἀντὶ αἰσχρᾶς κομίσασϑαι χάριν Thuc. 3, 58; τὸ αὐτὸ παρ' ὑμῶν 1, 43; τὴν ἀξίαν ἂν παρὰ ϑεῶν κομιζοίμεϑα Plat. Legg. IV, 718 a, öfter; auch τόκους, Zinsen eintreiben, Rep. VIII, 555 e, wie τόκον παρά τινος Dem. 30, 9; χρήματα Lys. 32, 8, Geld einfordern; ähnl. κομίζεσϑαι τιμωρίαν 12, 70; κομισάμενος τὴν ϑυγατέρα, nachdem ihr Mann gestorben, die Tochter wieder zu sich ins Haus nehmen, Is. 8, 8; anders Eur. Bacch. 1223 I. T. 1362. – Wieder bekommen, wiedererlangen; εἰ μὴ κομιούμεϑα τὴν βασιλείαν Ar. Av. 550; so bes. von den Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc. 6, 103; auch = Gefangene wiedererhalten, 1, 113; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεϑα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεϑα Isocr. 8, 22; Pol. 3, 51, 12 u. A. – Daher = retten, erhalten; im act. bei Pind., ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον Ol. 2, 14, ἐκ ϑανάτου P. 3, 56, öfter.
-
7 λοχεία
λοχεία, ἡ, das Gebären, die Geburt; Eur. I. T. 206. 382; περὶ τοὺς τῶν γιγνομένων τόκους καὶ λοχείας Plat. Polit. 268 a; von der Artemis, τὴν λοχείαν εἴληχε, ihr ist die Sorge für das Gebären, die Gebärenden zugefallen, Theaet. 149 b; öfter Plut. u. a. Sp., ἡ περὶ τὴν λοχείαν ἐπιμέλεια D. gie. 5, 14; von Vögeln, Arist. H. A. 9, 7. – Auch das Geborene, wie δυωδεκάπαιδα λοχείην die zwölf Kinder bedeutet, Theodorid. 7 ( Plan. 132), wie man auch erklärt εὐκάρποισι λοχείαις Theaet. Schol. 2 (X, 16).
См. также в других словарях:
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
ανατοκίζω — ξανατοκίζω, κεφαλοποιώ τους τόκους, συνυπολογίζω στο κεφάλαιο και τους τόκους για να πάρω τόκο επί του συνόλου … Dictionary of Greek
τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… … Dictionary of Greek
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Νόμπελ, βραβεία — Βραβεία που ίδρυσε με τη διαθήκη του (27 Νοεμβρίου 1895) ο Άλφρεντ Νόμπελ, για να τιμούνται κάθε χρόνο οι πέντε προσωπικότητες χωρίς διάκριση φυλής ή εθνικότητας οι οποίες «στο έτος που πέρασε προσέφεραν τη μεγαλύτερη ωφέλεια στην ανθρωπότητα»,… … Dictionary of Greek
ανακεφαλαιώνω — ωσα 1. συνοψίζω: Στο τέλος της ομιλίας του ανακεφαλαίωσε τις απόψεις του. 2. προσθέτω τους τόκους στο κεφάλαιο: Στο τέλος κάθε εξαμήνου οι τράπεζες ανακεφαλαιώνουν τις καταθέσεις των πελατών τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… … Hofmann J. Lexicon universale