-
1 κατα-νέμω
κατα-νέμω (s. νέμω), 1) vertheilen, austheilen; τοὺς δήμους κατένεμε ἐς τὰς δέκα φυλάς Her. 5, 69; τὴν νῆσον δέκα μέρη κατανείμας, in zehn Theile vertheilend, Plat. Critia. 113 e, wie τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Xen. Cyr. 7, 5, 13; auch med., κατενείμαντο γῆν πᾶσαν Plat. Critia. 113 b, sie vertheilten unter sich, wie Thuc. 2, 17; – zurechnen, zuschreiben, τινὰ εἰς τὴν προςήκουσαν τάξιν Aesch. 1, 155. 159. – 2) abweiden, τὴν ἱερὰν χώραν βοσκήμασι κατανέμουσι Dem. 18, 154; Sp., D. Hal. 1, 79; auch als depon. pass. gebraucht, τὴν χώραν ἡμῶν κατανενέμηνται καὶ τὴν πόλιν κατεσκάφασι Isocr. 14, 7, λέοντα κατανεμηϑέντα τὴν Λιβύην Ath. XV, 677 e; ἀλφοῦ κατανεμηϑέντος τὸ σῶμα Plut. Artax. 23.
См. также в других словарях:
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek