-
1 Lead
subs.P. and V. μόλυβδος, ὁ (Dem. 766; Eur., And. 267).Leaden weight: P. and V. μολυβδίς, ἡ (Soph., frag.).——————v. trans.P. and V. ἄγειν, ἡγεῖσθαι (dat.), ἐξηγεῖσθαι (acc. or dat.).Guide: P. and V. ὑφηγεῖσθαι (dat.), Ar. and P. ἡγεμονεύειν (gen.), V. ὁδηγεῖν, ὁδοῦν, Ar. and P. προηγεῖσθαι (dat.) ( Xen).Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι, ὑφηγεῖσθαι, P. καθηγεῖσθαι, V. ὁδηγεῖν, ὁδοῦ κατάρχειν, ἐξυφηγεῖσθαι.Be at the head of: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.), P. ἡγεμονεύειν (gen.).Be the first: P. πρωτεύειν.V. intrans. Tend: P. and V. τείνειν, φέρειν.Lead against: P. and V. ἐπάγειν (τινά τινι).Lead back: P. ἐπανάγειν.Lead in: P. and V. εἰσάγειν.Lead out: P. and V. ἐξάγειν.Lead out against an enemy: P. ἐπεξάγειν (absol.).Lead round: P. περιάγειν.Lead through: Ar. and P. διάγειν (τινὰ διά τινος).——————subs.Guidance: P. ὑφήγησις, ἡ.Take the lead: P. and V. ἡγεῖσθαι, P. ἡγεμονεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lead
См. также в других словарях:
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek