-
41 Stint
v. trans.Grudge: P. and V. φθονεῖν (τινί τινος), V. μεγαίρειν (τινί τινος).Curtail: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν.Be grudging of: P. and V. φείδεσθαι (gen.).Stinted of: V. ὑπεσπανισμένος (gen.).——————subs.Grudging: P. and V. φθόνος, ὁ.Limit: P. and V. μέτρον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stint
-
42 Tax
subs.Duty: Ar. and P. τέλος, τό.Property-tax: Ar. and P. εἰσφορά, ἡ.Pay property-tax, v.; P. εἰσφέρειν.Join in paying a property-tax: P. συνεισφέρειν.——————v. trans.P. φόρον ἐπιτάσσειν (dat.).met., exercise: P. and V. γυμνάζειν. UseQuestion, accuse: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tax
-
43 высказать
высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)* * *λέγω, εκφράζω, διατυπώνωвы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου
вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω
-
44 высказаться
εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μουвы́сказатьсяся за что-л. (про́тив чего́-л.) — εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
-
45 чей?
(чья, чьё, чьи)ποιανού, τίνοςчья э́то кни́га? — ποιανού είναι αυτό το βιβλίο
чей э́то портфе́ль? — ποιανού είναι ο χαρτοφύλακας
чьё э́то письмо́? — ποιανού είναι το γράμμα
чьи э́то кни́ги? — ποιανού είναι τα βιβλία
-
46 аргумент
аргументм τό ἐπιχείρημα:приводить \аргументы в пользу чего́-л. προβάλλω ἐπιχειρήματα ὑπέρ τινός. -
47 бороться
боротьсянесов прям., перен παλεύω, πολεμώ, ἀγωνίζομαι:\бороться с усталостью παλεύω μέ τήν κούραση; \бороться с предрас-су́дками πολεμώ τίς προλήψεις; \бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη; \бороться против чего-л. ἀγωνίζομαι ἐνάντια σέ κάτι (или κατά τίνος). -
48 заступаться
заступатьсянесов, заступиться сов (за кого-л.) παίρνω τό μέρος κάποιου, συνηγορώ (ὐπέρ τίνος) / ὑπερασπίζω (защищать)/ ὑποστηρίζω (поддерживать). -
49 некоторый
некотор||ый1. мест. κάποιος, τις:в \некоторыйых районах σέ μερικές περιοχές· с \некоторыйого времени ἀπό τίνος χρόνου, ἐδῶ καί κάμποσο καιρό· на \некоторыйое время γιά λίγο καιρό, ὁρισμένο διάστημα· до \некоторыйой степени ὡς ἕνα σημείο· \некоторыйым образом κατά κάποιο τρόπο·2. \некоторыйые мн. μερικοί:\некоторыйые из них μερικοί ἀπ' αὐτούς, μερικοί ἐξ, αὐτῶν. -
50 оборонять
оборонятьнесов ὑπερασπίζω, προασπίζω, ἀμύνομαι τινός. -
51 посредитво
посреди́тв||ос:при \посредитвое чего́-л., кого-л. διά μέσου κάποιου, μέσω τινός. -
52 раскусить
раскуси||тьсов1. см. раску́сывать-2. перен (понять, хорошо узнать) разг καταλαβαίνω, μαθαίνω:\раскусить в чем дело καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται· теперь я тебя \раскуситьл τώρα κατάλαβα τί καπνό φουμάρεις. -
53 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
54 слоновый
слон||овыйприл ἐλεφάν-τινος, φιλντισένιος:\слоновыйо́вая кость τό ἐλεφαντόδοντο, τό ἐλεφαντοστοῦν, τό φίλντισι· ◊ \слоновыйо́вая болезнь ἡ ἐλεφαντίαση[-ις]. -
55 смекн;уть
смек||н;утьсов разг μοῦ κόβει, καταλαβαίνω:\смекн;утьну́ть в чем дело καταλαβαίνω (или ἐννοώ) περί τίνος πρόκειται. -
56 что
что Iмест, (чего, чему́, чем, о чем)1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;что IIсоюз τί, πού:досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει. -
57 whose
[hu:z] 1. adjective, pronoun(belonging to which person(?): Whose is this jacket?; Whose (jacket) is this?; Whose car did you come back in?; In whose house did this incident happen?; Tell me whose (pens) these are.) τίνος;, ποιου;, ποιανού;2. relative adjective, relative pronoun(of whom or which (the): Show me the boy whose father is a policeman; What is the name of the man whose this book is?) του οποίου -
58 чей
[τσιέϊ] αντ. τίνος, ποιανού -
59 чей
[τσιέϊ] αντ τίνος, ποιανού -
60 балаганить
-ню, -нишь, ρ.δ.(απλ.) κουτοφέρνω, κάνω τον κουτό•не балагань, говори в чем дело μη κάνεις τον κουτό, μίλα περί τίνος πρόκειται.
|| κάνω τον παλιάτσο.
См. также в других словарях:
τινός — τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνος — τίς gen sg τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινος — τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek