-
1 συκά
σῡκᾶ, συκάζωgather: fut ind act 1st sg (doric aeolic)συκῆfig-tree: fem nom /voc /acc dual (attic doric)συκῆfig-tree: fem nom /voc sg (doric)σῡκᾶ, συκῆfig-tree: fem nom /voc /acc dual (attic epic doric ionic)σῡκᾶ, συκῆfig-tree: fem nom /voc sg (epic doric ionic) -
2 συκᾶ
σῡκᾶ, συκάζωgather: fut ind act 1st sg (doric aeolic)συκῆfig-tree: fem nom /voc /acc dual (attic doric)συκῆfig-tree: fem nom /voc sg (doric)σῡκᾶ, συκῆfig-tree: fem nom /voc /acc dual (attic epic doric ionic)σῡκᾶ, συκῆfig-tree: fem nom /voc sg (epic doric ionic) -
3 σύκα
-
4 σῦκα
-
5 σῦκα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σῦκα
-
6 σύκα
figue -
7 σύκα
figa (f) rzecz. -
8 σύκα
fík -
9 σύκα
figΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύκα
-
10 Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
• Называть вещи своими именамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
-
11 fík
σύκα -
12 fig
σύκα -
13 figa
σύκα -
14 σῦκον
A fruit of the συκῆ, fig, Od.7.121, Hdt.2.40, etc.; βασίλεια ς. were a large kind, Philem. 241; to eat figs in the heat of the day was thought to cause fever, Pherecr. 80, Ar.Fr. 463, Nicopho 12; ξηρὰ ς. Pl.Lg. 845b: prov., ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων 'as different as chalk from cheese', Henioch.4.2; σύκῳ.. σ. οὐδὲ ἓν οὕτως ὅμοιον γέγονεν Poet. ap. Cic.Att.4.8b.2, cf. Herod.6.60;τὰ σῦκα σῦκα.. ὀνομάζων Luc.Hist.Conscr.41
(cf. σκάφη) ; σῦκα αἰτεῖν, prov. for τρυφᾶν, Ar.V. 302(lyr.); σῦκον χειμῶνος ζητεῖν, of a foolish enterprise, M.Ant.11.33.II from its shape, a large wart on the eyelids, Ar.Ra. 1247, cf. Hp.Epid.3.7; of tumours in other places, Poll.4.200, Orib.Syn.7.40. -
15 имя
имяс1. τό ὀνομα:давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή3. грам. τό ὀνομα:\имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη. -
16 называть
называть Iнесов1. (давать имя) ὁνομάζω, καλώ / βαφτίζω (при крещении)·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω·3. (произносить название) ὁνομάζω:\называть имена φωνάζω τά ὁνόματα· ◊ \называть вещи своими именами λέγω τά σῦκα σῦκα καί τή σκάφη σκάφη· так \называтьемый ὁ λεγόμενος.называть IIнесов (приглашать) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω (πολλούς). -
17 свой
свойΙ, мест, притяж. (δικός) μου, (δικός) σου, (δικό) του:я потерял свою тетрадь, а он \свой свою ἐγώ ἐχασα τό τετράδιο μου, κι αὐτός τό δικό του· пе-ретяну́ть кого́-л. на свою сторону τραβώ (или παίρνω) κάποιον μέ τό μέρος μου· любить свою родину ἀγαπώ τήν πατρίδα μου· жить своим трудом ζῶ μέ τήν ἐργασία μου· называть вещи своими именами λέω τά σῦκα σΰκα καί τή σκάφη σκάφη·2. свой мн. (близкие) οἱ δικοί μου, οἱ συγγενείς:пойти́ к своим πηγαίνω στους δικούς μου· ◊ он сам не \свой ἔχει χάσει τά νερά του· в свое время κάποτε· всему́ свое время κάθε πρᾶ(γ)μα στον καιρό του· умереть своей смертью πεθαίνω ἀπό φυσικό θάνατο. -
18 σκάφη
η1) корыто; 2) квашня; З) лодка; шлюпка (мор.);§ λέγω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить начистоту
-
19 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
-
20 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
См. также в других словарях:
συκᾶ — σῡκᾶ , συκάζω gather fut ind act 1st sg (doric aeolic) συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic doric) συκῆ fig tree fem nom/voc sg (doric) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῦκα — σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύκα μερίζειν. — См. На тебе, небоже, что мне не гоже … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζων. — См. Называть вещи своим именем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σῦκ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῦχ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek