-
21 αφαρπάζω
(αόρ. αφήρπασα) μετ. срывать; отрывать;ο άνεμος αφήρπασε την στέγη ветер сорвал крышу;αφαρπάζομαι — выходить из себя, злиться
-
22 ενδίδω
(αόρ. ενέδωσα и ενέδωκα) αμετ.1) поддаваться, уступать; покоряться; сдаваться;ενδίδω στίς παρακλήσεις — уступить просьбам;
2) поддаваться; гнуться, прогибаться;ενέδωκεν η στέγη υπό βάρος της χιόνος крыша прогнулась под тяжестью снега; με την πρώτην ώθησιν η θύρα ενέδωσε дверь поддалась после первого толчка -
23 κατακάθομαι
(αόρ. κατάκατσα и κατακάθησα)1) оседать, смещаться вниз;κατακάθεται η στέγη — оседает крыша;
2) оседать, осаждаться;κατακάθεται η σκόνη — оседает пыль;
3) отстаиваться (о жидкостях);4) см. καταλαγιάζω 2 -
24 στάζω
(αόρ. έσταξα) 1. αμετ. капать, падать по капле; течь, сочиться; протекать;η στέγη (τό βαρέλι) στάζει — крыша (бочка) течёт;
στάζει η μύτη μου — у меня из носа течёт;
2. μετ.1) капать, накапывать; закапывать;στάζω φάρμακο — закапывать лекарство;
2) закапывать, пачкать;§ στάζω ιδρωτα — обливаться потом;
στάζω δηλητήριο — истекать ядом, жёлчью;
έσταξαν τα χείλη μου φαρμάκι я совсем замучился, истерзался;έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει носить кого-л. на руках, сдувать пылинки с кого-л.;τα χέρια του στάζουν αίμα — руки его обагрены кровью
-
25 4721
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4721
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στέγη — roof fem nom/voc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέγος roof neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγῃ — στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
στέγη — η 1. σκέπασμα του σπιτιού: Έπεσε η στέγη. 2. σπίτι: Έμεινε χωρίς στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέγηι — στέγῃ , στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγῃ , στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγέων — στέγη roof fem gen pl (epic ionic) στέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγῶν — στέγη roof fem gen pl στέγος roof neut gen pl (attic epic doric) στεγάζω cover fut part act masc voc sg στεγάζω cover fut part act neut nom/voc/acc sg στεγάζω cover fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαις — στέγη roof fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαισι — στέγη roof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγην — στέγη roof fem acc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut acc sg στέγω cover closely pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)