Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(στρατιώτας

  • 1 Catch

    v. trans.
    P. and V. αἱρεῖν, λαμβνειν, καταλαμβνειν, συλλαμβνειν, Ar. and V. μάρπτειν.
    Seize: P. and V. ἁρπάζειν, συναρπάζειν.
    Catch by hunting: P. and V. θηρᾶν (or mid.) (Xen.), θηρεύειν, ἀγρεύειν (Xen.).
    Overtake: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Catch something thrown: P. and V. ἐκδέχεσθαι.
    Catch in the act: P. and V. ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, or use also P. and V. λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl. 260), αἱρεῖν, εὑρίσκειν, ἐφευρίσκειν, φωρᾶν, P. καταφωρᾶν.
    Be caught in the act: use also P. and V. λίσκεσθαι.
    Caught in the act: V. ἐπληπτος.
    Catch ( a disease): P. λαμβνειν (Dem. 294), ἀναπίμπλασθαι (gen.), P. and V. ἐπιλαμβνεσθαι (dat.), V. πλησθῆναι (dat.) (aor. pass. of πιμπλάναι), λαμβνεσθαι (dat.), ἐξαίρεσθαι (Soph., Trach. 491), κτᾶσθαι (Eur., Or. 305).
    So that the former soldiers also caught the disease from Hagnon's force: P. ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι ἀπὸ τῆς σὺν Ἅγνωνι στρατιᾶς (Thuc. 2, 58).
    Easy to catch, adj.: P. εὐάλωτος.
    Hard to catch, adj.: P. δυσάλωτος.
    This I deem a general's part to know well where his enemy may best be caught: V. τὸ δὲ στρατηγεῖν τοῦτʼ ἐγὼ κρίνω, καλῶς γνῶναι τὸν ἐχθρὸν ᾗ μάλισθʼ ἁλώσιμος (Eur., frag.).
    Be caught in a storm: P. and V. χειμάζεσθαι.
    V. intrans. P. ἐνέχεσθαι; see be entangled.
    The scythe caught somewhere in the tackling of the ship: P. τὸ δρέπανον ἐνέσχετό που ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι (Plat., Lach. 183E).
    Catch at: P. and V. λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.).
    Catch fire: P. and V. ἅπτεσθαι.
    Catch in: see be entangled in.
    Catch up, overtake, v. trans.: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Interrupt in speaking: P. ὑπολαμβάνειν.
    Snatch up: P. and V. ἁρπάζειν, ναρπάζειν; see Snatch.
    ——————
    subs.
    Trick: P. and V. πτη, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.).
    Thing caught: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Of a door: use P. and V. μοχλός, ὁ, Ar. and V. κλῇθρα, τά.
    Bolt pin: Ar. and P. βλανος, ἡ.
    Draught of fish: V. βόλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Catch

  • 2 Rank

    v. trans.
    Class: P. and V. τιθέναι; see also Reckon.
    V. intrans. Rank with, be classed with: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.).
    ——————
    subs.
    Condition, station: P. and V. τάξις, ἡ, ἀξίωμα, τό.
    High rank: P. and V. ἀξίωμα, τό, δόξα, ἡ, εὐδοξία, ἡ.
    Nobility, high birth: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον, εὐγένεια, ἡ (Plat.).
    Line of soldiers: P. and V. τάξις, ἡ, Ar. and V. στχες, αἱ, P. παράταξις, ἡ.
    The front rank: P, ἡ πρώτη τάξις.
    Be in the front rank, v.: met., P. πρωτεύειν.
    Rank and file (as opposed to officers): use Ar. and P. οἱ στρατιῶται.
    When he failed to convince either the generals or the rank and file: P. ὡς οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας (Thuc. 4, 4).
    ——————
    adj.
    Ill-smelling: P. and V. δυσώδης, Ar. and V. κκοσμος (Æsch., frag.).
    Luxuriant: P. and V. ἄφθονος, V. ἐπίρρυτος.
    Absolute, unadulterated: P. ἄκρατος, ἁπλοῦς, εἰλικρινής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rank

  • 3 Solemn

    adj.
    P. and V. σεμνός; see also serious.
    Be solemn, v.; P. and V. σεμννεσθαι.
    Look solemn: V. σεμνὸν βλέπειν.
    They bound all the soldiers by the most solemn oaths: P. ὥρκωσαν πάντας τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους (Thuc. 8, 75).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Solemn

См. также в других словарях:

  • στρατιώτας — στρατιώτᾱς , στρατιώτης soldier masc acc pl στρατιώτᾱς , στρατιώτης soldier masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …   Dictionary of Greek

  • κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… …   Dictionary of Greek

  • λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • νικήτωρ — νικήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ) 1. νικητής 2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • παραθαρσύνω — και παραθαρρύνω Α ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)] …   Dictionary of Greek

  • περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»