Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(σκιά

  • 121 σκιᾱτραφής

    σκιᾱ-τραφής, ές, im Schatten erzogen, = zu Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart, nicht wie der Landmann unter freiem Himmel; dah. übh. weichlich erzogen, stubensitzerisch, umbratilis, umbraticus

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > σκιᾱτραφής

  • 122 σκιᾱτροφέω

    σκιᾱ-τροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, = im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen; auch pass.: σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, sie lebten weichlich im Schatten

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > σκιᾱτροφέω

  • 123 σκιᾱτροφία

    σκιᾱ-τροφία, , das Erziehen im Schatten, im Zimmer, übh. weichliche Erziehung, Lebensart

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > σκιᾱτροφία

  • 124 karaltı

    σκιά, ίσκιος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > karaltı

  • 125 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 126 σκιάι

    σκιᾷ, σκιά
    shadow: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres subj mp 2nd sg
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres subj act 3rd sg
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres ind act 3rd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάζω
    overshadow: fut ind mid 2nd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάζω
    overshadow: fut ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σκιάι

  • 127 σκιᾶι

    σκιᾷ, σκιά
    shadow: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres subj mp 2nd sg
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres subj act 3rd sg
    σκιᾷ, σκιάω
    overshadow: pres ind act 3rd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάζω
    overshadow: fut ind mid 2nd sg (epic)
    σκιᾷ, σκιάζω
    overshadow: fut ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σκιᾶι

  • 128 тень

    теи||ь
    ж
    1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:
    сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·
    2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:
    ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·
    3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:
    промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·
    4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:
    \теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > тень

См. также в других словарях:

  • σκιά — σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc/acc dual (ionic) σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκία — σκίᾱ , σκιάω overshadow pres imperat act 2nd sg σκίᾱ , σκιάω overshadow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιᾷ — σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) σκιάζω overshadow fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • σκιά — η 1. ίσκιος: Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστεί. 2. αχώριστος σύντροφος: Έγινε η σκιά του. 3. επίπτωση, επίδραση: Οι ποιητές της γενιάς του 1880 βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά. 4. φάντασμα, άυλη υπόσταση: Είδε στον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιᾶ — σκιάω overshadow pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιάω overshadow pres ind act 1st sg (doric aeolic) σκιάζω overshadow fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ δέομαι φὶλου συμμεθισταμένου καὶ συνεπινεύοντος, ἡ γὰρ σκία ταῦτα ποιεῖ μᾶλλον. — См. Поддакивать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκιᾶι — σκιᾷ , σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάσας — σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem acc pl (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem gen sg (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) σκιά̱σᾱς , σκιάζω overshadow fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφήσει — σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows aor subj act 3rd sg (epic) σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind mid 2nd sg σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»