Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(πᾶσα

  • 1 paslaşma

    πάσα, πασάρισμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > paslaşma

  • 2 пас

    пас м спорт, η πάσα
    * * *
    м спорт
    η πάσα

    Русско-греческий словарь > пас

  • 3 передача

    передача ж 1) радио η εκπομπή* телевизионная \передача η τηλεοπτική εκπομπή 2) спорт. η πάσα
    * * *
    ж
    1) радио η εκπομπή

    телевизио́нная переда́ча — η τηλεοπτική εκπομπή

    2) спорт. η πάσα

    Русско-греческий словарь > передача

  • 4 размазывание

    η επάλειψη, το πασά-λειμμα
    -ть επαλείφω, πασαλείβω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размазывание

  • 5 пальто

    I пальто προσφέρω το παλτό·\пальто руку δίνω το χέρι ◇ \пальтомяч спорт, πασάρω την μπάλα подача ж спорт, η μετάδοση· \пальто мяча η πάσα II пальто с το παλτό, το πανωφόρι* демисезонное \пальто το ανοιξιάτικο παλτό
    * * *
    с
    το παλτό, το πανωφόρι

    демисезо́нное пальто́ — το ανοιξιάτικο παλτό

    Русско-греческий словарь > пальто

  • 6 подача

    ж спорт.
    η μετάδοση

    пода́ча мяча́ — η πάσα

    Русско-греческий словарь > подача

  • 7 вероятность

    вероятн||ость
    ж ἡ πιθανότητα, τό ἐνδεχόμενο:
    \вероятностьость попадания воен. ἡ πιθανότητα εὐστοχης βολής· теория \вероятностьости мат ἡ θεωρία τῶν πιθανοτήτων по всей \вероятностьости κατά πάσα πιθανότητα, ὅπως φαίνεται.

    Русско-новогреческий словарь > вероятность

  • 8 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 9 кошка

    ко́шк||а
    ж ἡ γάτα, ἡ γαλή· ◊ жить как \кошка с собакой разг τά πηγαίνομε σάν τόν σκύλο μέ τή γάτα· у меня \кошкаи скребу́т на сердце разг εἶμαι βαριά ἡ καρδιά μου, εἶμαι στενοχωρημένος· играть в \кошкаи-мышки παίζω σάν τή γάτα μέ τό ποντίκι· ночью все \кошкаи серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πἄσα γυνή ὀμοία· зни́ет \кошка, чье мясо съела погов. ^ ὀποιος ἐσκάρωσε τή δουλειά ξέρει τί ἐφτιαξε· черная \кошка пробежала между ними ψυχ-ράθηκαν ὁ£ σχέσεις τους.

    Русско-новогреческий словарь > кошка

  • 10 ночью

    ноч||ью
    нареч τήν νύχχα:
    сегодня \ночьюью ἀπόψετή νύχτα:
    вчера \ночьюыо, прошлой \ночьюью χθες τή νύχτα· \ночьюью и днем νύχτα καί μέρα, νυχθημερόν ◊ \ночьюью все кошки серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ὀμοία.

    Русско-новогреческий словарь > ночью

  • 11 in all probability

    (most probably; most likely.) κατά πάσα πιθανότητα, πιθανότατα

    English-Greek dictionary > in all probability

  • 12 pass

    1. verb
    1) (to move towards and then beyond (something, by going past, through, by, over etc): I pass the shops on my way to work; The procession passed along the corridor.) περνώ
    2) (to move, give etc from one person, state etc to another: They passed the photographs around; The tradition is passed (on/down) from father to son.) δίνω,πασσάρω,μεταβιβάζω
    3) (to go or be beyond: This passes my understanding.) υπερβαίνω,ξεπερνώ
    4) ((of vehicles etc on a road) to overtake: The sports car passed me at a dangerous bend in the road.) προσπερνώ
    5) (to spend (time): They passed several weeks in the country.) περνώ
    6) ((of an official group, government etc) to accept or approve: The government has passed a resolution.) ψηφίζω
    7) (to give or announce (a judgement or sentence): The magistrate passed judgement on the prisoner.) εκδίδω(απόφαση),επιβάλλω(ποινή)
    8) (to end or go away: His sickness soon passed.) περνώ
    9) (to (judge to) be successful in (an examination etc): I passed my driving test.) περνώ,πετυχαίνω(σε)
    2. noun
    1) (a narrow path between mountains: a mountain pass.) πέρασμα,στενό
    2) (a ticket or card allowing a person to do something, eg to travel free or to get in to a building: You must show your pass before entering.) άδεια εισόδου,πάσο
    3) (a successful result in an examination, especially when below a distinction, honours etc: There were ten passes and no fails.) προβιβάσιμη βαθμολογία
    4) ((in ball games) a throw, kick, hit etc of the ball from one player to another: The centre-forward made a pass towards the goal.) πάσα
    - passing
    - passer-by
    - password
    - in passing
    - let something pass
    - let pass
    - pass as/for
    - pass away
    - pass the buck
    - pass by
    - pass off
    - pass something or someone off as
    - pass off as
    - pass on
    - pass out
    - pass over
    - pass up

    English-Greek dictionary > pass

  • 13 ночью

    επίρ.
    τη νύχτα•

    ночью всё спало τη νύ-τα όλα κοιμούνταν•

    днм и ночью μέρα και νύχτα•

    ночью все кошки серы παρμ. λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ομοία.

    Большой русско-греческий словарь > ночью

  • 14 пас

    επιφ.
    1. (χαρτπ.) πάσο, άρνηση, υποχώρηση.
    2. ως κατηγ. πάω πάσο, δεν ανακατεύομαι, δεν επεμβαίνω.
    α. (αθλτ.) πάσα, μεταβίβαση.

    Большой русско-греческий словарь > пас

  • 15 пасовать

    -сую, -суешь
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω πάσο (στο χαρτοπαίγνιο).
    2. μτφ. υποχωρώ, δεν ανακατεύομαι.
    -сую, -суешь
    ρ.δ. (αθλτ.) δίνω πάσα.
    παίζομε πάσες.

    Большой русско-греческий словарь > пасовать

  • 16 пасовка

    θ.
    δόσιμο πάσας• η πάσα.

    Большой русско-греческий словарь > пасовка

  • 17 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 18 подача

    θ.
    1. παράδοση, δόσιμο• παροχή.
    2. (αθλτ.) η πάσα, το πασάρισμα.
    3. υποβολή•

    подача заявления υποβολή αίτησης.

    4. δόσιμο, παροχή• τροφοδότηση.

    Большой русско-греческий словарь > подача

  • 19 поддача

    θ.
    1. ανάρριψη, δόσιμο, πέταγμα. || ανατίναξη• πέταγμα προς τα πάνω.
    2. αύί,ηση, δυνάμωμα.
    3. δόσιμο σκόπιμα (στο παιγνίδι).
    4. πάσα, πασάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > поддача

  • 20 Conceivable

    adj.
    P. νοητός.
    Every conceivable form of death: P. ἰδέα πᾶσα ὀλέθρου (Thuc. 7, 29).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conceivable

См. также в других словарях:

  • πάσα — η [πασάρω] 1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη 3. φρ. «κάνω πάσα» κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση …   Dictionary of Greek

  • πάσα — πάσσω sprinkle aor ind act 1st sg (homeric ionic) πᾶς papa fem nom/voc sg (doric) πάσᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (doric) πά̱σᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσᾳ — πάσαι , πάσσω sprinkle aor imperat mid 2nd sg πάσαι , πάσσω sprinkle aor inf act πάσᾱͅ , πᾶς papa fem dat sg (doric) πάσαι , πᾶς papa fem nom/voc pl (doric) πάσαι , πατέομαι eat aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσα — η (λ. ιταλ.) 1. μεταβίβαση πράγματος από χέρι σε χέρι. 2. μεταβίβαση της μπάλας από παίχτη σε παίχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πᾶσα — πᾶς papa fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πασα-Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Xίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεστών …   Dictionary of Greek

  • Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάσας — πάσᾱς , πάσσω sprinkle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) πάσσω sprinkle aor ind act 2nd sg (homeric ionic) πάσᾱς , πᾶς papa fem acc pl (doric) πάσᾱς , πᾶς papa fem gen sg (doric) πά̱σᾱς , πᾶς papa fem acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»