-
1 εξελαυνω
эп. тж. ἐξελάω (fut. ἐξελάσω и ἐξελῶ)1) выгонять(μῆλα ἄντρου Hom.; τὰ πρόβατα ὀψὲ τῆς ἡμέρας Arst.)
2) угонять(ἵππους Τρώων μετ΄ Ἀχαιούς Hom.; med. ἵππους ὑφ΄ ἅρματι Theocr.)
3) гнать вперед или напролом(ἁρμάτων ὄχους Eur.)
4) изгонять(τινὰ γαίης Hom.; Τιτῆνας ἀπ΄ οὐρανοῦ Hes.; δωμάτων Aesch.; πάτρας и ἐκ τῆς πατρίδος Soph.; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Plat.; med. ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
5) выводить, уводить, вести(στρατὸν и στρατιήν Her.)
ἐ. τὸν Ἴακχον Plut. — выступать в шествии, совершать шествие с изображением Иакха (Диониса);τὸν θρίαμβον ἐξελάσαι Plut. — совершить триумфальный въезд6) выбивать, вышибать(πάντας ὀδόντας γναθμῶν Hom.)
7) выковывать, коватьτὸ κέντρον ἐπὴ λεπτὸν ἐξεληλασμένον Polyb. — тонко откованное острие8) (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться(ἐς πληθύν Hom.)
9) (sc. ἵππον, στρατιάν etc.) выступать (преимущ. в поход), отправляться(ἔς Βοιωτούς Her.; διὰ τῆς Λυδίας ἐπὴ τὸν Μαίανδρον ποταμόν Xen.)
См. также в других словарях:
εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… … Dictionary of Greek
ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek