-
1 βοστρυχος
ὅ1) вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.πυρὸς β. Aesch. — извивающаяся молния
2) зоол. ночесветка-самец ( Lampyris noctiluca mas) Arst. -
2 αμφηκης
дор. ἀμφάκης 21) обоюдоострый(φάσγανον Hom.; δόρυ Aesch.; γένυς Soph.; ξίφος Hom., Plut.)
2) раздвоенный, расщепленный(πυρὸς βόστρυχος Aesch.; перен. γλῶττα Arph.)
3) двусмысленный(χρησμός Luc.)
См. также в других словарях:
βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster … Dictionary of Greek