-
1 χωρέω
χωρέω, fut. gew. att. χωρήσομαι, selten χωρήσω, s. Poppo obs. in Thuc. p. 149, – 1) Raum geben, Platz machen, weichen, sich zurückziehen, νηῶν ἄπο Τρῶες ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον Il. 13, 724; ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης χωρήσαντες 18, 244; πάλιν αὖτις χωρεῖν 17, 533; γαῖα ἔνερϑεν χώρησεν, von unten her wich die Erde, sie that sich von einander, H. h. Cer. 430; – c. gen. des Ortes oder der Sache, vor der man zurückweicht oder weggeht, χώρησεν τυτϑὸν ἐπάλξιος Il. 12, 406; νεῶν ἐχώρησαν 15, 655; νεκροῦ χωρήσουσι 16, 629; u. c. dat. der Person, vor der Einer sich zurückzieht, οὐδ' ἂν Ἀχιλλῆϊ χωρήσειεν, 13, 324. 17, 101 (in der Od. kommt das simplex nicht vor); ἐκ πυλῶν χωρήσεται Aesch. Spt. 458. – 2) von der Stelle gehen, sich fortbewegen, von Personen und Sachen; ἔξω τῶνδε δωμάτων τάχος χωρεῖτε Aesch. Eum. 171, u. öfter, wie Soph.; auch χωρῶ πρὸς ἔργον, ich gehe ans Werk, an die Ausführung, Ai. 116 ( Thuc. 1, 18. 3, 831; vom Schmerze, χωρεῖ πρὸς ᾗπαρ δύη 918; Eur. oft; χωρεῖ τὸ ὕδωρ, das Wasser geht od. fließt, im Ggstz des stehenden, Xen. Cyr. 7, 5,16; τὸ τόξευμα χωρεῖ διὰ τοῦ ϑώρακος, der Pfeil geht, dringt durch den Panzer, An. 4, 2,28; auch von der Zeit, νὺξ ἐχώρει, die Nacht rückte vor od. ging zu Ende, Aesch. Pers. 382; ἐπί τι, wozu, woran gehen, ἐχώρησεν ἐπ' ἀδελφεοῦ βίαν Pind. N. 10, 73; oft = marschiren, Thuc. u. Xen., ἐναντίοι ἐχώρουν τοῖς Πέρσαις, rückten ihnen entgegen, Cyr. 7, 1,32. – Daher übertr., im Gange sein, gangbar sein, vom Gelde und von Gerüchten, ἡ φάτις κεχωρήκεε, das Gerücht hatte sich verbreitet, Her. 1, 122; λόγος ἐχώρει πολὺς ἐκ Σικελίας ὡς Plat. Ep. VII, 338 b; διὰ πάντων χωρεῖν, durch Alle hindurchgehen, sich unter Allen verbreiten, Xen. Cyr. 3, 3,62, wie ὄνομα κεχωρηκὸς διὰ πάντων Plut. Thes. 36; Rom. 19, oft; – εἴς τι, auf Etwas eingehen, sich worauf beziehen, berufen, Ar. Ran. 641. – 3) von Statten gehen, Fortgang haben; Her. 3, 42. 5, 89; auch εὖ, εὐτυχῶς, 3, 39; οὐ χωρεῖ τοὖργον Ar. Pax 472; ὅταν μηκέτι χωρῇ αὐταῖς ἐργαζομέναις Arist. H. A. 9, 40; vom Orakel, in Erfüllung gehen, Her. 1, 120; übh. gelingen, χωρήσαντός οἱ τούτου, da ihm dies gelang, 3, 43; κακῶς αὐτοῖς ἐχώρησεν ἡ κατοίκισις Plat. Legg. III, 684 e; τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον Pol. 28, 15, 12. – Auch = vor sich gehen, angehen, ἀγὼν χωρεῖ πρὸς ἔργον, der Kampf kommt zu Stande, Ar. Ran. 884. – Vom Gelde, eingehen, einkommen, οἱ τόκοι χωροῦσιν Ar. Nubb. 18. – Bei Sp. = angehen, möglich sein, Ael. – 4) einen Raum, eine Stelle einnehmen, in sich fassen, enthalten, aufnehmen, bes. von Maaßen, χωρέει ἀμφορέας ἑξακοσίους, Her. 1, 51. 70. 192. 4, 61. 81; γαῖα, ἣ χωρήσεται τοὺς μὴ δικαίους καὶ κακοὺς πεφυκότας Eur. Hipp. 941; ἓξ χοεῖς χωρήσεται Ar. Nubb. 1219; Plat. Conv. 214 a; Xen. An. 1, 5,6; ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ Dem. 21, 200; übertr., ὅσον αἱ κεφαλαὶ αὐτοῖσιν ἐχώρεον, sie schrieen, so Viel ihre Köpfe faßten, aus vollem Halse, Arr.; auch τὸ φρόνημα, Plut. Cat. min. 46.
-
2 κόσμιος
κόσμιος, ordentlich, im geregelten, ordentlichen Zustande; bes. in sittlicher Beziehung, ruhig u. mäßig, in Bezug auf Begierden u. Leidenschaften, sittsam, ehrbar; Ar. Plut. 89 vrbdt δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους; Plat. κόσμιοι καὶ εὔκολοι, Rep. I, 329 d; πρὸς τοὺς ϑεούς Conv. 193 a; ἡ κοσμία τε καὶ φρόνιμος ψυχή Phaed. 108 a; ἄνδρας κοσμίους ἐν διαίτῃ Rep. III, 408 a; κοσμία δαπάνη, δίαιτα, VIII, 560 d Epist. VII, 340 e; οἴκησις Critia. 112 c. Bei den Rednern oft als Lob eines guten, ehrbaren Bürgers, Lys. 1, 26. 7, 41. 22, 19; δικαίας καὶ κοσμίας ἐπιϑυμῶν πολιτείας Isocr. 7, 70; κόσμιοι στρατιῶται καὶ πειϑόμενοι Xen. An. 6, 6, 32; ὁμιλία, keuscher, ehrbarer Umgang, Hem. 3, 11, 14. – Τὸ κόσμιον, Ehrbarkeit, Anstand, Plat. Legg. VII, 802 e; vgl. Soph. τὸ κόσμιον μεϑεῖσα, El. 860. S. das Vor. – Adv. κοσμίως; Ar. Plut. 709. 978; κοσμίως ζῆν, im Ggstz von ἀτάκτως, ordentlich leben, Isocr. 2, 31; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡσυχῇ Plat. Charm. 159 b; βαδίζειν Luc. Hermot. 18. – Bei Plut. de exil. 5 = Weltbürger, κοσμοπολίτης.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Γέτες — Αρχαίος λαός θρακικής καταγωγής, που κατοικούσε στην ευρωπαϊκή Σκυθία, ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη προς Β και στην οροσειρά του Αίμου προς Ν. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Γ. πιο δίκαιους και ανδρείους από τους Θράκες. Οι Γ. πίστευαν στην… … Dictionary of Greek
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek