-
121 προςεδρεύω
προς-εδρεύω, dabei, daneben sitzen; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere; τοῖς καιροῖς, genau beobachten; προςεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen -
122 σχεδιάζω
σχεδιάζω, (1) aus dem Stegreif, hurtig, obenhin machen, schnell hinschreiben, übh. etwas fahrlässig behandeln, betreiben; (2) intrans., nachlässig sein, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, in Verwaltung der Staatsgeschäfte -
123 χλιδάω
χλιδάω, weichlich, üppig sein, ein weichliches oder schwelgerisches Leben führen, auch übermütig sein; τοῖς παροῠσι πράγμασι, auf die gegenwärtige Lage der Dinge übermütig pochen; seltner im guten Sinne: χλιδῶσα μολπή, weicher, zarter Gesang -
124 Administration
subs.P. διοίκησις, ἡ, διαχείρισις, ἡ.Those at the head of the government: P. and V. οἱ ἐν τέλει, P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Administration
-
125 Authority
subs.Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡQuote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).Without authority, adj.: P. ἄκυρος.Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαίThis period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority
-
126 Cabinet
subs.Box: P. and V. θήκη, ἡ,Room: P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκημα, τό.The government: P. and V. οἱ ἐν τέλει, P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cabinet
-
127 Course
subs.Running: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό, τρόχος, ὁ.For chariots, etc.: P. ἱππόδρομος, ὁ.Movement: P. φορά, ἡ.Orbit: P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., frag.), Ar. and P. περιφορά, ἡ.Flight ( of a weapon): P. πορεία, ἡ.Channel: P. and V. ὀχετός, ὁ.Course of life, subs.: P. and V. βίος, ὁ.Method: P. μέθοδος, ἡ; see Method.Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.Dinner course: P. περίοδος, ἡ (Xen.).We have come to your land, being driven out of our course: V. σὴν γαῖαν ἐξωσθέντες ἥκομεν (Eur., Cycl. 279).In course of time: P. προελθόντος τοῦ χρόνου.Follow the course of events: P. παρακολουθεῖν τοῖς πράγμασι (Dem. 285).Ironically: P. and V. δῆθεν.In answer to a question, assuredly: P. and V. πῶς γὰρ οὔ, μάλιστά γε, Ar. and P. κομιδῇ γε, ἀμέλει, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.Let these things take their course: P. ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι (Dem. 106).——————v. trans.See Chase.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Course
-
128 Event
subs.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The future: P. and V. τὸ μέλλον.At all events: P. and V. γε, γοῦν, γε μήν, πάντως, V. ἔμπας.In the event of: use if.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Event
См. также в других словарях:
πράγμασι — πρά̱γμασι , πρᾶγμα deed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac … Wikipedia Español
Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos … Wikipedia Español
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… … Dictionary of Greek
προσκαθέζομαι — ΜΑ [καθέζομαι] 1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι στα πόδια δασκάλου αρχ. 1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», Θουκ. β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.) 2. παρακολουθώ επιμελώς… … Dictionary of Greek
προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… … Dictionary of Greek
προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… … Dictionary of Greek