-
1 Lapse
subs.Interval: P. διάλειμμα, τό.Owing to lapse of time: P. διὰ χρόνου πλῆθος.After a considerable lapse of time: P. προελθόντος πολλοῦ χρόνου.After a sufficient lapse of time: P. χρόνου ἐπελθόντος ἱκανοῦ.After the lapse of three years: P. διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν.——————v. intrans.Pass, elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι, P. διαγίγνεσθαι, προέρχεσθαι.Lapse into: P. περιίστασθαι εἰς (acc.), ἀποκλίνειν, πρός (acc.), ἐκπίπτειν εἰς (acc.).Fall into: P. and V. πίπτειν εἰς (acc.).Come to an end: P. and V. ἐξέρχετθαι, ἐξήκειν.It happened that their thirty years truce with the Argives was on the point of lapsing: P. συνέβαινε πρὸς τοὺς Ἀργείους αὐτοῖς τὰς τριακονταέτεις σπονδὰς ἐπʼ ἐξόδῳ εἶναι (Thuc. 5, 14; cf. also Thuc. 5, 28).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lapse
См. также в других словарях:
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek