-
1 πολύσκαλμος
См. также в других словарях:
πολύσκαλμος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαλμός] … Dictionary of Greek
πολυσκάλμου — πολύσκαλμος many oared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)