Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(παρακολουθεῖν

См. также в других словарях:

  • παρακολουθεῖν — παρακολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»