-
1 διφρος
ὅ [δίς + φέρω]1) колесница, преимущ. боевая(ἂν δ΄ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
, реже дорожная(εἰ δ΄ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δ. τε καὴ ἵπποι Hom.; ἁρμάτειος δ. Xen.)
иногда pl. (ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; δίφροι Ἡλίου Eur.)2) седалище, сиденье, кресло(δίφρῳ ἐφέζεσθαι Hom.: κλιντῆρες καὴ δίφροι καὴ τράπεζαι Plut.)
3) (в Риме, лат. sella curulis) курульное кресло(ὅ ἐλεφάντινος δ. Polyb.)
-
2 ηνιοχος
дор. ἁνίοχος (ᾱ) ὅ1) управляющий вожжами, т.е. правящий конями или колесницей(παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
ἐφ΄ ἅρματι ἑστὼς ἓξ ἵππων ἡ. Plat. — стоящий на колеснице и управляющий шестеркой коней2) (у)правитель, руководитель(χειρῶν τε καὴ ἰσχύος Pind.; πολιτικὸς οἷος ἡ. Plat.)
αἰγίδος ἡ. Ἀθάνα Arph. — управляющая, т.е. вооруженная эгидой Афина
См. также в других словарях:
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek