-
21 συγχοω...
συγχόω...συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
22 συγχωννυμι
συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
23 συλαω
1) вынимать (из чехла)(τόξον Hom.)
2) снимать, удалять(πῶμα φαρέτρης Hom.)
3) снимать, стаскивать, срывать(τεύχεα ἀπ΄ ὤμων Hom.)
σ. νεκροὺς ἔναρα Hom. — снимать доспехи с убитых4) грабить, обирать(τὰ ἱρά Her.; τοὺς Καρχηδονίους Arst.)
5) отнимать, похищать(χρήματα πολλά Her.)
σ. τινά τι Her. — похищать что-л. у кого-л.;σεσυλημένον ἄγαλμα Her. — похищенное изображение;μή τι συλᾶται βίος τινός ; Eur. — уж не умер ли кто-л.? (досл. уж не похищена ли чья-л. жизнь?);σ. πάτρας τινά Eur. — изгонять кого-л. из отечества;συλαθεὴς ἀγενείων Pind. — вырванный из числа юношей, т.е. ставший мужем;6) вводить в расходы(ἄλλας ἐκκλησίας NT.)
-
24 συνελκω
1) стягивать(τὸ δέρμα ἐπί τι Plat.)
2) стаскивать(νεκροὺς εἴσω τινός Xen.)
; помогать вытащить(τινά Arph.)
3) соединять(ἑαυτὸν μετά τινος Plat.)
4) втягиватьεἰς ἑαυτὸν σ. τι Arph. — прятать что-л.
-
25 συννεω
I[νέω II] плыть вместе(τινι Luc.)
IIион. συννήω [νέω IV] нагромождать, наваливать(ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ΄ ἀλλήλοις Thuc.)
σ. πυρήν Her. — складывать костер -
26 υποσπονδος
2вытекающий из договора о перемирии, основывающийся на условиях договора о перемирииὑπόσπονδοι ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι … Her. — они заявили, что, при наличии договора, они готовы …;
ὑπόσπονδον μολεῖν ἔπεισα παιδὴ παῖδα Eur. — я уговорила одного сына прийти к другому на основании перемирия;τοὺς ἄρχοντας ὑποσπόνδους συλλαβεῖν ἐτόλμησεν Isocr. — он осмелился, вопреки договору, захватить в плен военачальников;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι Thuc. — в соответствии с условиями перемирия выдавать убитых -
27 νεκρός
η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач мёртвый;νεκρό κεφάλαιο — мёртвый капитал;
νεκρή γλώσσα — мёртвый язык;
γίνομαι νεκρό γράμμα — становиться мёртвой буквой;
νεκρός τύπος — пустая формальность;
νεκρά φύση — натюрморт;
νεκρή σεζόν — мёртвый сезон;
κατέπεσε κάτω νεκρός — он
упал замертво на землю, 2. (ο) покойник; мертвец, труп;τιμώ τούς νεκρους — чтить память мёртвых
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νεκροῦς — νεκρόω make dead pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρούς — νεκρός corpse masc acc pl νεκρός corpse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέκρους — νεκρόω make dead imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… … Wikipedia
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek