-
1 σεύω
σεύω, nach dem Augment bei Hom. mit verdoppeltem σ, impf. ἔσσευον, aor. ἔσσευα (σεῠα Il. 20, 189, σεῦαν Od. 6, 89, σεύας Il. 15, 681), u. med. ἐσσευάμην; perf. pass., oft mit Präsensbdtg, ἔσσυμαι, ἐσσύμενος (Accent zu bemerken); plusqpf. ἐσσύμην, auch syncop. aor., 2. Pers. ἔσσυο, Il. 16, 585 Od. 9, 447, 3. Pers. ἔσσυτο, σύτο, part. σύμενος, aor. pass. ἐσσύϑην; vom praes. pass. findet sich auch die syncopirte Form σεῠται, Soph. Trach. 645; und σοῠμαι, σοῦται, Aesch. (s. unten); – scheuchen, treiben, in schnelle Bewegung setzen; – a) jagen, verfolgen, bes. das Wild auf der Jagd, bei Hom. immer im aor. med., κύνες κάπριον σεύωνται, κύνες ἐσσεύαντο αἶγα, ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ' ἠϊόνος πεδίονδε, Il. 11, 415. 549. 15, 272. 20, 148; εἴπερ ἂν αὐτὸν σεύωνται κύνες, 3, 26; – anhetzen. ὅτε πού τις ϑηρητὴρ κύνας σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ, Il. 11, 293. – b) verscheuchen, verjagen, σεῠεν κύνας, Od. 14, 33, auch schnell wegführen, Αἰνείαν ἔσσευεν ἀπ ὸ χϑονὸς ὑψόσ' ἀείρας, Il. 20, 325. – c) auch von unbelebten Dingen, werfen, schleudern, Il. 11, 147. 14, 413; αἷμα ἔσσευα, ich trieb das Blut hervor, machte, daß es mit Gewalt hervorsprudelte, 5, 208; pass., αἷμα σύτο, das Blut sprudelte mit Gewalt hervor. 21. 167. – Med. u. perf. pass. in heftiger Bewegung sein, sich schnell bewegen, laufen, anstürmen; ἐπὶ τεύχεα δ' ἐσσεύοντο, Il. 2, 808. 11, 167. 419; ποσσὶν ἔσσυμαι, 13, 79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ, 6, 505; ὃς ἐσσύμενον κατερύκει, Od. 15, 73; öfter c. inf., ὅτε σεύαιτο διώκειν, wenn er zu verfolgen eilte, Il. 17, 463; auch von leblosen Dingen, ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι, damit das Holz zu verbrennen eile, d. i. schnell verbrenne, 23, 198; ἔσσυται Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι, Pind. I. 7, 61; ἐσσύμενοι εἴσω κατέσταν, P. 4, 135; παρ' ᾿Αλφεῷ σύτο, Ol. 1, 20; κατὰ γῆς σύμεναι, Aesch. Eum. 961; σύϑην δ' ἀπέδιλος ὸχῳ πτερωτῷ, Prom. 135; Spt. 424; π οῠ κυρεῖ ἐκτόπιος συϑείς; Soph. O. C. 119; πάλιν, φίλα, συϑῶμεν, 1721, laß uns zurückeilen; ὅτε σύτο πατρίδος ἄπο, Eur. Hel. 1145; φροῠδος ἐκ ναοῠ συϑείς, I. T. 1294; einzeln bei sp. D., wie σεύατ' ἴμεν λαιψηρὰ δι' ὕδατα Ap. Rh. 4, 849. – Uebtr., vom bewegten Gemüth, sich heftig auf Etwas zu bewegen, heftig streben, trachten wonach, theils absolut, ϑυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη, Od. 10, 484, theils c. gen., bes. im part. perf., ἐσσύμενος ὁδοῖο, πολέμου, 4, 733 Il. 24, 404, u. c. inf., μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι, Od. 4, 416 Il. 11, 717; dah. ἐσσύμενος übh. eilig, hastig, begierig.
-
2 σηκός
σηκός, ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαϑῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῠ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αϑηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῠ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.
-
3 άβατο
το [ναού]Abaton n -
4 άβατον
το [ναού]Abaton n -
5 σηκός
σηκός, ὁ, (1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schafe u. Ziegen. Übh. Wohnung, Lager für Menschen u. Tiere; (2) ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῠ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht; (3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Ölbaumes; wie σήκωμα, Gewicht
См. также в других словарях:
Ναοῦ — Ναός 2 Ma. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοῦ — νᾱοῦ , ναός 2 Ma. masc gen sg ναόω bring into a temple pres imperat mp 2nd sg ναόω bring into a temple imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νᾴου — Νάιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νᾴου — ναίω 1 dwell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναίω 1 dwell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ναίω 2 dwell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναίω 2 dwell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάου — ναόω bring into a temple pres imperat act 2nd sg ναόω bring into a temple imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου) — Το μουσείο ιδρύθηκε 1930, με πρωτοβουλία του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να στεγάσει δείγματα της παραγωγής καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στην Τήνο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ορισμένοι από αυτούς τους καλλιτέχνες σπούδασαν … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek