-
1 καναχηδά
καναχηδά, mit Geräusch, Getön, Gebrause; ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes. Th. 367; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pind. N. 8, 14 geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied.
-
2 καναχηδά,
καναχηδά, u. καναχηδόν, mit Geräusch, Getön, Gebrause; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα, geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied -
3 καναχηδόν
καναχηδά, u. καναχηδόν, mit Geräusch, Getön, Gebrause; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα, geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied
См. также в других словарях:
καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… … Dictionary of Greek