-
1 μυριας
I1) мириада, десять тысяч(μ. ἀνθρώπων Her.)
σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. — сто двадцать тысяч медимнов хлеба2) (несметное) множество(μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.)
II(φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.)
См. также в других словарях:
μυριάδα — η 1. το σύνολο δέκα χιλιάδων μονάδων: Οι στρατιώτες ήταν δυο μυριάδες. 2. μτφ., στον πληθ., μυριάδες αμέτρητοι, αναρίθμητοι: Τον υποστήριζαν μυριάδες λαού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)