Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(μαλακός

  • 21 жидкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко; жиже.
    1. υγρός• ρευστός•

    -ие тела υγρά σώματα•

    -ое топливо υγρό καύσιμο•

    -ое состояние υγρή κατάσταση•

    -ое мыло ρευστό σαπούνι.

    2. υδαρής, νερουλός•

    жидкий суп νερουλή σούπα, νερομπούλι.

    3. αραιός, άπυκνος, σποραδικός•

    -ие волосы αραιά μαλλιά.

    4. (για ήχους) χαμηλός, αδύνατος.
    5. μαλακός, μαλθακός•

    -ие мускулы μαλακοί μύες.

    || ισχνός, λεπτός. || ασταθής.
    6. μτφ. μη εμπεριστατωμένος, φτωχός στο περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > жидкий

  • 22 изнеженный

    επ. από μτχ.
    τρυφερός, μαλακός, μαλθακός, τρυφηλός αβρός•

    -ое тело τρυφερό σώμα•

    -ая кожа τρυφερό δέρμα•

    изнеженный че-ловк μαλθακός άνθρωπος.

    || παλ. μτφ. εξεζητημένος, εκλεπτυσμένος.

    Большой русско-греческий словарь > изнеженный

  • 23 кроткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко
    πράος, ήπιος, ήμερος, μαλακός.

    Большой русско-греческий словарь > кроткий

  • 24 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 25 нёбо

    ουδ.
    1. ουρανίσκος, υπερώα•

    тврдое нёбо ο σκληρός (μπροστ ινός) ουρανίσκος•

    мягкое нёбо ο μαλακός (πισινός) ουρανίσκος η υπερώιο ιστίο.

    2. (διαλκ.) θόλος ρωσικής θερμάστρας.

    Большой русско-греческий словарь > нёбо

  • 26 нежничать

    ρ.δ. φέρνομαι με αβρότητα, με τρυφερότητα• κάνω τρυφερότητες. || είμαι πολύ επιεικής ή μαλακός.

    Большой русско-греческий словарь > нежничать

  • 27 нежный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. προ, σφιλής, πολυφίλητος, φίλτατος•

    нежный друг επιστήθιος (γκαρδιακός) φίλος.

    || τρυφερός, απαλός, στοργικός, φιλόστοργος•

    нежный взгляд η τρυφερή ματιά•

    -ые слова τρυφερά (στοργικά) λόγια.

    2. μαλακός κατά την αφήν•

    -ая кожа το τρυφερό δέρμα.

    3. ευχάριστος, χαριτωμένος μειλίχιος•

    нежный голос τρυφερή φωνή•

    нежный вкус ευχάριστη γεύση.

    4. εύθραυστος, τρυφερός. || εύ-φθαρτος (για φρούτα).
    5. (για ηλικία, ζωή) νεανικός, τρυφερός.

    Большой русско-греческий словарь > нежный

  • 28 обмяклый

    επ.
    μαλακός, μαλακωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > обмяклый

  • 29 палатализованный

    επ. από μτχ.
    (γλωσ.) μαλακός,

    Большой русско-греческий словарь > палатализованный

  • 30 палатальный

    επ.
    μαλακός, μαλακοποιημένος.

    Большой русско-греческий словарь > палатальный

  • 31 пушить

    -ту, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. κάνω κάτι μαλακό, αφράτο.
    2. μαλώνω• επιτιμώ, επιπλήττω.
    γίνομαι αφράτος, μαλακός.

    Большой русско-греческий словарь > пушить

  • 32 разрыхлеть

    -еет
    ρ.σ.
    τρίβομαι, γίνομαι αφράτος, μαλακός (για χώμα).

    Большой русско-греческий словарь > разрыхлеть

  • 33 рыхлый

    επ. βρ: рыхл, рыхла, рыхло.
    1. αφράτος, μαλακός•

    рыхлый снег αφράτο χιόνι.

    || σαθρός, σάπιος• εύθραυστος•

    рыхлый камень σαθρή πέτρα.

    2. μαραζωμένος, ζαρωμένος, στεγνωμένος•

    -ое тело ζαρωμένο σώμα.

    3. μτφ. νωθρός, οκνός, νωχελής, χαύνος.

    Большой русско-греческий словарь > рыхлый

  • 34 сиротский

    επ.
    του ορφανού•

    -ая печаль η θλίψη του ορφανού•

    сиротский дом ορφανοτροφείο.

    εκφρ.
    - ая зима – μαλακός χειμώνας (κατάλληλος για τα ορφανά).

    Большой русско-греческий словарь > сиротский

  • 35 смиренник

    α. -ница, -ы θ.
    παλ. άνθρωπος ήπιος, πράος, μαλακός.

    Большой русско-греческий словарь > смиренник

  • 36 умеренный

    επ. από μτχ.
    1. μέτριος, μέσος•

    умеренный аппетит μέτρια όρεξη•

    -ая скорость μέση ταχύτητα•

    умеренный жар μέτρια ζέστη•

    умеренный мороз μέτριο ψύχος.

    || ήπιος, μαλακός• εύκρατος•

    ветер μέτριος άνεμος•

    умеренный климат ήπιο κλίμα.

    || λογικός•

    -ая цена λογική τιμή•

    -ые требования λογικές απαιτήσεις.

    2. λιτός, απέριττος•

    -ая жизнь λιτή ζωή.

    3. μετριοπαθής, μετριόφρονας•

    -ая политика μετριοπαθής πολιτική•

    -ые взгляды μετριοπαθείς απόψεις•

    умеренный консерватор μετριοπαθής συντηρητικός•

    умеренный либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος.

    Большой русско-греческий словарь > умеренный

  • 37 умять

    умну, умншь ρ.σ.μ.
    1. μαλακώνω, απαλύνω.
    2. θλίβω, πιέζω, πατώ• ζουπίζω.
    1. μαλακώνω, γίνομαι μαλακός, απαλός.
    2. πιέζομαι, θλίβομαι, πατιέμαι, ζουπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > умять

  • 38 флажолет

    α.
    1. αυλίσκος.
    2. ήχος μαλακός-συριστικός.

    Большой русско-греческий словарь > флажолет

  • 39 характер

    α.
    1. χαρακτήρας•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•

    крутой характер απότομος χαρακτήρας•

    угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•

    неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•

    сильный -ισχυρός χαρακτήρας•

    тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•

    не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•

    два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•

    тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•

    дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.

    || ισχυρή θέληση•

    человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•

    человек без -а άνθρωπος άβουλος.

    2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•

    характер почвы η φύση του εδάφους•

    местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•

    в -е чьем είναι το φυσικό του.

    Большой русско-греческий словарь > характер

  • 40 хлипкий

    επ., βρ: -пок, -пка, -пко; хлипче (απλ.).
    1. αδύνατος• ασταθής. || βλ. хилый.
    2. μαλακός, ηλοιώδης, πολτώδης, σαν κουρκούτι.

    Большой русско-греческий словарь > хлипкий

См. также в других словарях:

  • μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαλακός — soft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — soft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακώτερον — μαλακός soft adverbial comp μαλακός soft masc acc comp sg μαλακός soft neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτάτων — μαλακός soft fem gen superl pl μαλακός soft masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτέραις — μαλακός soft fem dat comp pl μαλακωτέρᾱͅς , μαλακός soft fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακωτέρων — μαλακός soft fem gen comp pl μαλακός soft masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακῶν — μαλακός soft fem gen pl μαλακός soft masc/neut gen pl μαλακόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act masc nom sg μαλακόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόν — μαλακός soft masc acc sg μαλακός soft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»