-
1 μαινολίς
-
2 μαινολις
-
3 μαινόλις
μαινόλιςraving: fem nom sg -
4 μαινόλιν
μαινόλιςraving: fem acc sg -
5 διανοια
ἥ1) замысел, намерение(μαινόλις Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τέν ἑωυτοῦ διάνοιαν Her.)
τέν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. — намереваться сделать что-л.2) мысль, мнение, взгляд(τέν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и λαβεῖν Arst.)
3) образ мыслей, духовный обликτὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. — название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей
4) размышление, мышление(πᾶσα δ. ἢ πρακτική, ἢ ποιητική, ἢ θεωρητική Arst.)
ὅ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτέν διάλογος ἄνευ φωνῆς (sc. ἐστιν ἥ δ.) Plat. — размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой5) разум, сознание, дух6) смысл, значение(ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.)
-
6 διάνοια
διάνοιᾰ, ἡ, [dialect] Aeol. [full] διανοιΐα Alc.Supp.1a.1 (nisi leg. δι' ἀνοιΐα[ν]), poet. also [full] διανοίᾱ acc. to Eust.1679.29:—A thought, i.e. intention, purpose, Hdt.1.46,90, And.4.35, etc.; τῇ διανοίᾳ in the spirit of his action, D.21.219;ὤλοντ' ἀσεβεῖ διανοίᾳ A.Th. 831
(lyr.);μαινόλις δ. Id.Supp. 109
(lyr.);εὔφρονος ἐκ δ. Id.Ag. 797
(lyr.), cf. Eu. 1013 (anap.); ;ἐπί τινι Isoc.5.14
;πρός τινι Anaxipp.1.37
;ἐπ' ἄλλο τι.. τρέψαι τινὸς τὴν δ. Pl. Euthd. 275b
; ἐξ ὅλης τῆς δ. with all one's heart, Arr.Epict.2.2.13;ἐχθροὺς τῇ δ. Ep.Col.1.21
.II process of thinking, thought,ὁ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν διάλογος.. ἐπωνομάσθη δ. Pl.Sph. 263d
;πᾶσα δ. ἢ πρακτικὴ ἢ ποιητικὴ ἢ θεωρητική Arist.Metaph. 1025b25
; ; esp. discursive thought, opp. νόησις, Procl.Inst. 123.III thinking faculty, intelligence, understanding,ὡς μεταξύ τι δόξης τε καὶ νοῦ τὴν δ. οὖσαν Pl.R. 511d
, al.; opp. σῶμα, Id.Lg. 916a, cf. R. 395b;ἔστιν ὥσπερ τοῦ σώματος καὶ τῆς δ. γῆρας Arist.Pol. 1270b40
;ἐπιτάττοντος τοῦ νοῦ καὶ λεγούσης τῆς δ. φεύγειν τι ἢ διώκειν Id.de An. 433a2
;ἔκστασις διανοίας LXXDe.28.28
.IV thought expressed, meaning of a word or passage, Pl.Ly. 205b, Phdr. 228d;τὰς τῶν ὀνομάτων δ. Id.Cra. 418a
;τὴν αὐτὴν ἔχει δ. Arist.de An. 404a17
; ἡ φυσικὴ δ. τοῦ νόμου Aristeas 171; so δ., opp. ῥητόν, spirit, opp. letter, Hermog.Stat.2.V intellectual capacity revealed in speech or action by the characters in drama, Arist.Po. 1450a6, b11, 1456a34, Rh. 1404a19, al. (Rare in Poetry.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάνοια
-
7 μαινόλης
A raving, frenzied,μαινόλᾳ θύμῳ Sapph.1.18
; a name of Dionysus, Ph.1.351, Corn.ND30:—fem. [full] μαινόλις, not found in gen., B.Scol.Oxy.11;διάνοιαν μαινόλιν A.Supp. 109
(lyr.); ἀσέβεια μ. prob. cj. in E.Or. 823 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαινόλης
См. также в других словарях:
μαινόλις — raving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόλιν — μαινόλις raving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόλης — και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α) 1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.) 2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη 3. επίκληση τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα όλης (πρβλ. αρμ. οl), πρβλ. κοι όλης, φαινόλης] … Dictionary of Greek
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek