Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(λόγους

  • 1 неизвестный

    неизвестный άγνωστος* по \неизвестныйым причинам για αγνώστους λόγους
    * * *

    по неизве́стным причи́нам — για αγνώστους λόγους

    Русско-греческий словарь > неизвестный

  • 2 обстоятельство

    обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση
    * * *
    с
    η περίσταση, η περίπτωση

    обстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε

    по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους

    смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις

    ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση

    Русско-греческий словарь > обстоятельство

  • 3 причина

    причина ж η αιτία, ο λόγος· по \причинае... εξαιτίας...· по уважительной \причинае για σοβαρούς λόγους
    * * *
    ж
    η αιτία, ο λόγος

    по причи́не… — εξαιτίας…

    по уважи́тельной причи́не — για σοβαρούς λόγους

    Русско-греческий словарь > причина

  • 4 обстоятельство

    обстоятельств||о
    с ί. ἡ περίσταση [-ις], ἡ περίπτωση [-ις]:
    смягчающие вину \обстоятельствоа τά ἐλαφρυντικά· непредвиденное (неожиданное) \обстоятельство τό ἀπροσδόκητο περιστατικό·
    2. \обстоятельствоа мн. οἱ περιστάσεις, οἱ συνθήκες:
    по семейным \обстоятельствоам γιά οἰκογενειακούς λόγους· по независящим от меня \обстоятельствоам γιά λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τή θέληση μου· смотря по \обстоятельствоам ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· при данных \обстоятельствоах στίς δοσμένες συνθήκες (или περιστάσεις)· ни при каких \обстоятельствоах σέ καμμιά περίπτωση· стечение обстоятельств ἡ συγκυρία, ἡ συντυχία·
    3. грам. ὁ προσδιορισμός:
    \обстоятельство образа действия ὁ τροπικός προσδιορισμός.

    Русско-новогреческий словарь > обстоятельство

  • 5 обстоятельство

    ουδ.
    1. περίπτωση•

    отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•

    смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).

    2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•

    это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•

    при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•

    при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•

    по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•

    по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•

    ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.

    || σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•

    счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.

    3. (γραμμ.) προσδιορισμός•

    обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•

    обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•

    обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.

    εκφρ.
    смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•
    стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > обстоятельство

  • 6 Whisper

    subs.
    Murmur: P. and V. ψόφος, ὁ.
    In a whisper, in a low voice: use P. and V. σιγῇ, V. σῖγα.
    Not even a whisper: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ; see not a word, under Word.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. ψιθυρίζειν (acc. or absol.).
    absol. Murmur: P. and V. ψοφεῖν; see Murmur.
    Whisper to: Ar. ἐντρυλλίζειν (dat.) (Thesm. 341).
    He said something stooping to whisper: P. ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς (Plat., Rep. 449B).
    Ever whispering in your ear words to embitter you: V. εἰς οὖς ἀεὶ πέμπουσα μύθους ἐπὶ τὸ δυσμενέστερον (Eur., Or. 616).
    I would fain whisper the words to you: V. ἐς οὖς γὰρ τοὺς λόγους εἰπεῖν θέλω (Eur., Ion, 1521).
    He whispered in the ears of each words of estrangement: V. εἰς οὖς ἑκάστῳ δυσμενεῖς ηὔδα λόγους (Eur., And. 1091).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whisper

  • 7 обстоятельство

    1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκη
    ни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω
    2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство

  • 8 пломбирование

    1. (накладывание печати) το σφράγισμα (για λόγους ασφαλείας) με μολύβδινη σφραγίδα 2. (зубов) το σφράγισμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пломбирование

  • 9 неизвестный

    неизвестный
    1. прил ἄγνωστος:
    по \неизвестныйой причине γιά ἀγνωστους λόγους, ἀπό ἄγνωστη αίτία·
    2. прил (не пользующийся известностью) ἄγνωστος, ἀφανής:
    \неизвестныйый художник ἄγνωστος ζωγράφος· 3, м ὁ ἄγνωστος.

    Русско-новогреческий словарь > неизвестный

  • 10 принцип

    принцип
    м ἡ ἀρχή:
    в \принципе κατ' ἀρχήν в \принципе я согласен κατ' ἀρχήν εἶμαι σύμφωνος· из \принципа γιά λόγους ἀρχῶν.

    Русско-новогреческий словарь > принцип

  • 11 семейный

    семейн||ый
    прил
    1. οἰκογενειακός:
    \семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·
    2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια

    Русско-новогреческий словарь > семейный

  • 12 соображение

    соображение
    с
    1. (мысль, предположение) ὁ συλλογισμός, ὁ ὑπολογισμός, ἡ σκέψη:
    принять что́-л. в -· λαμβάνω (или παίρνω) ὑπ' ὅψιν
    2. (понимание) ἡ ἀντίληψη, ἡ κατανόηση·
    3. (причина) λόγος:
    по финансовым \соображениеям γιά οἰκονομικούς λογούς.

    Русско-новогреческий словарь > соображение

  • 13 состояние

    состояни||е I
    с ἡ κατάσταση [-ις]:
    газообразное \состояние ἡ ἀεριώδης κατάσταση· моральное \состояние τό ἡθικό· \состояние здоровья ἡ κατάσταση τής ὑγείας· по \состояниеκ> здоровья διά λόγους ὑνείας· находиться в \состояниеи войны βρίσκομαι σέ κατάσταση πόλεμου· ◊ быть в \состояниеи сделать что-л. εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι· быть не в \состояниеи сделать что-л. δέν εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι.
    состояние II
    с (капитал, имущество) ἡ περιουσία:
    получать \состояние κληρονομώ περιουσία· составлять \состояние κάνω περιουσία.

    Русско-новогреческий словарь > состояние

  • 14 утилитарный

    утилитарн||ый
    прил ὠφελιμιστικός, χρησιμοκρατικός, ὠφέλιμος:
    из \утилитарныйых соображений γιά ὠφελιμιστικούς λόγους· \утилитарныйые знания οἱ ὠφέλιμες γνώσεις.

    Русско-новогреческий словарь > утилитарный

  • 15 assassinate

    [ə'sæsineit]
    (to murder, especially for political reasons: The president was assassinated by terrorists.) δολοφονώ (για πολιτικούς λόγους)
    - assassin

    English-Greek dictionary > assassinate

  • 16 handicap

    ['hændikæp] 1. noun
    1) (something that makes doing something more difficult: The loss of a finger would be a handicap for a pianist.) εμπόδιο,μειονέκτημα
    2) ((in a race, competition etc) a disadvantage of some sort (eg having to run a greater distance in a race) given to the best competitors so that others have a better chance of winning.) βάρος(ισοζυγισμός)
    3) (a race, competition etc in which this happens.) αγώνας στον οποίον δίνεται σε κάποιον προβάδισμα για λόγους ισοζυγίας
    4) ((a form of) physical or mental disability: children with physical handicaps.) αναπηρία
    2. verb
    (to make something (more) difficult for: He wanted to be a pianist, but was handicapped by his deafness.) δυσχεραίνω,εμποδίζω

    English-Greek dictionary > handicap

  • 17 on principle

    (because of one's principles: I never borrow money, on principle.) για λόγους αρχής

    English-Greek dictionary > on principle

  • 18 social

    ['səuʃəl] 1. adjective
    1) (concerning or belonging to the way of life and welfare of people in a community: social problems.) κοινωνικός
    2) (concerning the system by which such a community is organized: social class.) κοινωνικός
    3) (living in communities: Ants are social insects.) κοινωνικός
    4) (concerning the gathering together of people for the purposes of recreation or amusement: a social club; His reasons for calling were purely social.) κοινωνικός, για λόγους κοινωνικότητας
    - socialist 2. adjective
    (of or concerning socialism: socialist policies/governments.) σοσιαλιστικός
    - socialise
    - socially
    - social work

    English-Greek dictionary > social

  • 19 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 20 мотивировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. αιτιολογώ δικαιολογώ εξηγώ•

    мотивировать отказ εξηγώ τους λόγους της άρνησης.

    Большой русско-греческий словарь > мотивировать

См. также в других словарях:

  • λόγους — λόγος computation masc acc pl λογόω introduce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»