-
1 λέαινα
-
2 Λεαινα
ἡ Леэна (афинская гетера, любовница Аристогитона или Гармодия; подвергнутая после убийства Гиппарха пыткам, она, чтобы невольно не выдать своих сообщников, откусила себе язык; в ее честь афиняне воздвигли в Акрополе статую львицы - λέαινα - без языка) Plut. -
3 λεαινα
ἡ львица Her., Aesch., Arph. etc. -
4 Λέαινα
Λεαίναfem nom /voc sg -
5 λέαινα
λέαιναlioness: fem nom /voc sg -
6 λέαινα
A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag. 1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys. 231.III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid.IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17. -
7 λέαινα
λέαινα, ἡ, die Löwin -
8 λέαινα
η львица -
9 λέαινα
-
10 λέαινα
-ας ἡ N 1 0-0-0-3-0=3 Jb 4,10; Dn 7,4 -
11 λέαινα
лаваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λέαινα
-
12 θῡμο-λέαινα
θῡμο-λέαινα, ἡ, fem. zum Folgdn, παρϑένος Paul. Sil. 35 (V, 300).
-
13 Λεαίνας
Λεαίνᾱς, Λεαίναfem acc plΛεαίνᾱς, Λεαίναfem gen sg (doric aeolic) -
14 λεαίνας
λεαίνᾱς, λέαιναlioness: fem acc plλεαίνᾱς, λέαιναlioness: fem gen sg (doric aeolic) -
15 Λέαιν'
Λέαινα, Λεαίναfem nom /voc sgΛέαιναι, Λεαίναfem nom /voc pl -
16 λέαιν'
λέαινα, λέαιναlioness: fem nom /voc sgλέαιναι, λέαιναlioness: fem nom /voc plλέαινε, λεαίνωsmooth: pres imperat act 2nd sgλέαινε, λεαίνωsmooth: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
17 Λεαίναις
Λεαίναfem dat pl -
18 Λεαίνης
Λεαίναfem gen sg (attic epic ionic) -
19 Λέαιναι
Λεαίναfem nom /voc pl -
20 Λέαιναν
Λεαίναfem acc sg
См. также в других словарях:
Λέαινα — Λεαίνα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαινα — lioness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek
Λεαίνας — Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem acc pl Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαίνας — λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem acc pl λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέαιν' — Λέαινα , Λεαίνα fem nom/voc sg Λέαιναι , Λεαίνα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Леэна — (Λέαινα = львица) афинская гетера. Ее имя связано с заговором Гармодия и Аристогитона, которых она не выдала, хотя знала о существовании заговора. За это афиняне воздвигли в честь ее статую, изображающую львицу без языка. Позднее в честь ее… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Λεαινῶν — Λεαίνα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαινῶν — λέαινα lioness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεαίναις — Λεαίνα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)